Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Οδός Σύλλης [Δέσποινα Δαγδόγλου, 20-11-2016]

Με την ευκαιρία της σημερινής τελετής -- αποκαλυπτήρια αναμνηστικής πλάκας στην οδό Σύλλης 16 (γωνία με οδό Παναγίας Φανερωμένης) -- και σχετικής εκδήλωσης (στην εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης), η αγαπητή σε όλους Συλλαία Δέσποινα Δαγδόγλου (από την οποία και έμαθα, προ διετίας περίπου, ότι υπάρχει οδός Σύλλης εδώ στην Θεσσαλονίκη) κατέθεσε το παρακάτω κείμενο:

Βρισκόμαστε στην Αθήνα σε νοικιασμένο σπίτι και με λίγα πράγματα. Μας έστειλε ο πατέρας και εκείνος έμεινε στη Δράμα με την 'έκρηξη' του πολέμου. Πρόκειται για το 42-43 και ήδη από καιρό οι Βούλγαροι βρίσκονται στη Δράμα κι' έχουν καταλάβει και τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Εκεί εργάζεται και ο πατέρας μας. Μοναδική σκέψη του είναι να φύγει για να γλυτώσει από τον βάρβαρο αυτόν εισβολέα και, ξεγελώντας τους ότι θα επέστρεφε, ήλθε στην Αθήνα...

Σμίξαμε όλη η οικογένεια... Στόχος του, μας εξήγησε, την επόμενη μέρα, ήταν να φύγουμε και από την Αθήνα, για την Θεσσαλονίκη, γιατί είχε την πληροφορία ότι υπάρχουν στη Μακεδονία πολλοί ανατολίτες. Επιθυμία του ήταν να βρεθεί με οικεία πρόσωπα, ανθρώπους με τους οποίους είχε κοινή καταγωγή, τη Μικρά Ασία, όπως το Ικόνιο και τη γειτονική Σύλλη. Δυο φορές προσφυγιά τον άκουσα να μονολογεί και όσο μπορούσε πιο κρυφά σκούπιζε τα δακρυσμένα μάτια του. Όλοι μας φορτισθήκαμε συναισθηματικά και δεν κουβεντιάζαμε.

Ως τόσο, είχαμε μαζέψει τα λίγα πράγματα που είχαμε και είμασταν έτοιμοι για την αναχώρηση.

Η καινούργια Πατρίδα είχε επιλεγεί. Ήταν η Θεσσαλονίκη. Σε τούτη τη Μεγάλη Πόλη της Μακεδονίας υπάρχουν πολλοί Ανατολίτες από την Προσφυγιά του 1922. Θα ξαναβρεθούμε με δικούς μας, έλεγε, και άλλαζε έκφραση το πρόσωπο του.

Τι θαύμα να μπορείς να χαρείς, σκέφτομαι τώρα, με την ωριμότητα της μεγάλης γυναίκας, να μπορείς να χαρείς μέσα στη δίνη του φρικτού πολέμου, την περίοδο εκείνη!!

Με τη βοήθεια πολλών, βρεθήκαμε σε μια περιοχή που ζούσαν, ήδη, μικρασιάτες και τα ονόματα που είχαν χαραχθεί στους τοίχους θύμιζαν τις παλιές πατρίδες όπως: η Ικονίου Προκοπίου, η Σύλλης, η Σερετζίου, η Τυρολόης, κ.α. ... Η Σύλλης μας φιλοξένησε για πολλά χρόνια. Δεν είχε καμιά πολυτέλεια ο δρόμος. Εύρισκες όμως τη ζέστη των ανθρώπων, τη γλώσσα και την επικοινωνία και τούτο ζέσταινε τις καρδιές όλων μας. 

Τα σπίτια αραιοκτισμένα, μόνο με δύο ορόφους ή μονόροφα. Οι άνθρωποι με καταγωγή από την Προύσα, το Ικόνιο, τη Σύλλη, την Κωνσταντινούπολη, την αν. Θράκη. Δεν ήταν μεγαλύτεροι από τα 40 τους χρόνια. Είχαν παιδιά του Δημοτικού, και λίγο πιο ώριμες 'γιαγιές' που περνούσαν τα 60 χρόνια. 

Το Ικόνιο είχε και ευρωπαϊκά σχολεία. Είχε παιδεία ξεχωριστή που μοιράστηκαν και γεύτηκαν οι πολύ κοντινοί μας συγγενείς και γείτονες, Συλλαίοι. Πολλοί μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά - Τουρκικά, Γαλλικά & Αραβικά. 

Στη Θεσσαλονίκη η Σύλλης αρχίζει από την οδό Παναγίας Φανερωμένης, φτάνει στην πλατεία Τυρολόης, με πάρκο και λουλούδια, και κατηφορίζει προς τη λεωφόρο Λαγκαδά. 

Αναφέρω ονόματα οικογενειών που θυμάμαι: Γαλαίου, Πορτοκαλίδη, Σαρδέλλα, Δαγδόγλου, Μακρίδη, Ζούρα, Τσακαλίδη, Χαραλαμπίδη. 

Είμαστε μετρημένα τα μικρά παιδιά: 3 χρόνων, 5, 10, 15 χρόνων. Λαχανιάζαμε από το τρέξιμο, το επτάπετρο, το αγιούτο και άλλα πολλά εκείνης της εποχής. Μετά καθόμασταν στο μοναδικό σκαλοπάτι των γύρω σπιτιών για να ξεκουραστούμε. 

Πολλές φορές όλα ήταν διαφορετικά. Οι μέρες περνούσαν χωρίς παιγνίδια μαζί οι Σειρήνες του Πολέμου, που ούρλιαζαν κυριολεκτικά, 'μας έλεγαν' να κλειστούμε στα υπόγεια των σπιτιών που είχαν διαμορφωθεί κατάλληλα, με τα προβλήματα του πολέμου (1943). 

Όταν τα πράγματα ηρεμούσαν, το παιγνίδι ξανάρχιζε και κάποιες 'γιαγιές' ηλικιωμένες γυναίκες, πάνω δηλ. από τα 60, κάθονταν στις εξώπορτες για να μας καμαρώσουν. Είχαν κάτι να μας πούνε για την καταγωγή τους και κατάφερναν να μας συγκινήσουν. Εμείς τις ακούγαμε, πότε όλοι μαζί, άλλοτε οι λιγότεροι...  

Η κυρία Δήμητρα, η διπλανή μας, με κάλεσε και μου είπε: "Είμουν γειτόνισσα με τη γιαγιά σου τη Δέσποινα, από τη Σύλλη. Θα σου πω κάτι Συλλαίϊκο, να το πεις στον πατέρα σου, θα χαρεί πολύ." 

Το σημείωσα, με δυσκολία, στα Ελληνικά, αργότερα ... και

"Ριτζάϊντεριμ μπαμπά, μπίρας χαρτσλίκ ιστίορουμ"

["συγγνώμην μπαμπά, μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις χαρτζηλίκι"]

του το 'ξεφούρνισα' με δυσκολία το ξενόγλωσσο!! 

Μ' αγκάλιασε συγκινημένος, αλλά δεν μίλησε. Η γλώσσα της Σύλλης τον γύρισε στα παιδικά του χρόνια.

Οι πατρίδες δεν ξεχνιούνται ποτέ...

Η Σύλλη, η "ΟΔΟΣ ΣΥΛΛΗΣ" της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, που βρισκόμαστε τώρα, μας πηγαινοφέρνει, κάπου προς τα εκεί.

Είμαστε μια Ομάδα Ελλήνων, που οι Ρίζες μας φύτρωσαν σ' εκείνη τη ΓΗ. 

[Despoina Dagdoglou's WW II memories from Sille Street in Thessaloniki -- posted here on the occasion of the placement of a commemorative plaque by the Sillean Union.]



Κατόπιν παρακλήσεως του επιτίμου Ταμίου κ. Πέτρου Τερζόγλου, όπως η δια του ονόματος του τιμηθείσα οδός φέρη το όνομα της ιδίας αυτού πατρίδος Σύλλης απεφασίσθη, όπως ​τέσσερες οδοί του συνοικισμού φέρουσιν εις το εξής τα ονόματα των τεσσάρων ιστορικών κοινοτήτων Ικονίου, Σύλλης, Πόρου και Νίγδης. 

["Μακεδονία", Ονομασία οδών Συνοικισμού Ικονίου ("Προσφυγική Ζωή"), 10-9-1931]

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Σύλλη 1837 [William J. Hamilton]

Κυριακή, 2 Ιουλίου -- Έχοντας μάθει ότι το ερυθρό τραχυτικό πέτρωμα, που τόσες φορές είδα σε κτίρια, οδοστρώματα, και κοιμητήρια του Ικονίου, προέρχονταν από την περιοχή κοντά στο Zilieh, ένα Ελληνικό χωριό στα βουνά δυο ώρες στα δυτικά, αποφάσισα να το επισκεφθώ σήμερα, ελπίζοντας να παρατηρήσω κάποια γεωλογικά φαινόμενα, και να δω τα περιβόλια που εφοδιάζουν το Ικόνιο με φρούτα και λαχανικά. Ύστερα από διαδρομή δύο μιλίων κατά μήκος της πεδιάδας φτάσαμε στους πρόποδες των λόφων, και στρίβοντας νοτιοδυτικά ανεβήκαμε μία βραχώδη κοιλάδα, διασχιζόμενη από ένα μικρό ποταμάκι, το οποίο μέσω άρδευσης κάνει εύφορα μια σειρά από περιβόλια που εκτείνονται ως εκεί που φτάνει το νερό. Βαθμιαία η κοιλάδα στενεύει προς τα πάνω, και τα περιβόλια σταματούν εκεί όπου το ποτάμι περιορίζεται σ' ένα στενό κανάλι. Βερίκοκα, μούρα, κυδώνια, και κεράσια ήταν τα κύρια φρούτα εδώ, όλα βεβαίως από συνηθισμένα δέντρα, και υψηλής γεύσης, αλλά μικρά γενικώς. Το χωριό ονομάζεται Boghaz Kieui. 

Από εκεί, στρίβοντας βόρεια, προχωρήσαμε για λίγα μίλια κατά μήκος των λόφων, άγονων κατά κύριο λόγο, εκτός από λίγα αγροτεμάχια κακής ποιότητας καλαμποκιού, το οποίο, λόγω της ελαφράς σύστασης του εδάφους, ξεριζώνεται σύριζα όταν οι χωρικοί επιχειρούν να το μαζέψουν. Έπειτα, στρίβοντας δυτικά, διασχίσαμε μία χαμηλή κορυφογραμμή ασβεστολιθικών λόφων, και στις εντεκάμισυ φτάσαμε στο χωριό Sarai Kieui, στους ανατολικούς πρόποδες του κωνικού λόφου Kara Bourja, που έμοιαζε καθ' όλα ηφαιστειογενής, με ένα ερειπωμένο κάστρο στην κορυφή, το οποίο, έχοντας εξασφαλίσει έναν οδηγό, άρχισα να εξετάζω, Η κορυφή (και ο πυρήνας, όπως πιστεύω) του λόφου είναι ερυθρός τραχύτης, στον οποίο σε πολλά σημεία επικάθεται λευκός ιζημαγμίτης, ή ηφαιστειογενής άμμος. Κοντά στην κορυφή στην βορεινή πλευρά υπήρχε ένας μακρύς θόλος σκαμμένος στον βράχο με πολλούς σταυρούς στην κάθε πλευρά, και πιο ψηλά υπήρχαν αρκετά δώματα, σπηλιές, και στέρνες, επίσης σκαμμένα στον βράχο^ μία από τις τελευταίες ήταν γεμάτη νερό, με σκαλοπάτια να οδηγούν κάτω σ΄ αυτήν. Αυτός ο τόπος είναι ιδιαίτερα σεβαστός στους Έλληνες, που τον αποκαλούν Αγίασμα, ή Ιερό, και έρχονται εδώ για προσκύνημα κάθε χρόνο από τα γύρω μέρη. Το ίδιο το βουνό αποκαλείται Άγιος Φίλιππος: στην κορυφή ένα μικρό μέρος των ερειπίων κοντά στην είσοδο έμοιαζαν Κυκλώπεια, αποτελούμενα από μεγάλους ακανόνιστους λίθους χωρίς συγκόλληση. Το υπόλοιπο τείχος ήταν νεώτερο, και επεκτείνονταν σε ολόκληρη την κορυφή του βράχου.

Από το Sarai Kieui συνεχίσαμε, μέσα από λοφώδη περιοχή αποτελούμενη από διάφορα είδη ιζημαγμιτικών και τραχυτικών συσσωματωμάτων τεμνόμενων από ένα χαντάκι πορφυριτικής αργίλου, στο Zilieh, περίπου τέσσερα μίλια βορειοβορειοανατολικά. Αυτός ο μεγάλος και ευημερών τόπος, κατοικούμενος αποκλειστικά από Έλληνες, βρίσκεται σε μια βαθιά χαράδρα στους τραχυτικούς λόφους, που σχηματίζουν υψηλές κορυφές και στις δύο πλευρές, με τα σπίτια να έχουν κτιστεί πάνω στον ιζημαγμίτη, μέσα στον οποίο είχαν σκαφτεί σπηλιές σε παλαιότερους καιρούς. Τα μεγάλα σπίτια με τις επίπεδες οροφές και τις μωβ βεράντες, οφειλόμενες στο πέτρωμα από το οποίο φτιάχτηκαν, κτισμένα απέναντι από τα βράχια, και χωρίς ούτε ένα δέντρο για δείγμα, αποτελούν ένα παράξενο θέαμα. Μου είπε ένας Έλληνας ότι οι σπηλιές είχαν κάποτε χρησιμοποιηθεί ως σπίτια. Οι κάτοικοι του Zilieh απολαμβάνουν μεγάλη ανεξαρτησία, και δεν υπόκεινται στους Τούρκους: η παράδοση τους λέει ότι, όταν οι τελευταίοι κατέλαβαν το Ικόνιο, οι Έλληνες εκδιώχτηκαν και υποχρεώθηκαν να κατοικήσουν εδώ^ και έτσι δημιουργήθηκε αυτός ο τόπος, που έχει πάνω από οκτακόσια σπίτια. Φεύγοντας από το χωριό, που διέψευσε τις προσδοκίες μου να βρω κάποια νομίσματα, και μέσα από τον μόνο δρόμο, που είναι η κοίτη του ποταμού, κατεβήκαμε την ρεματιά ανάμεσα σε στενά περιβόλια μέχρι να μπούμε στην πεδιάδα του Ικονίου, μέσα στην οποία κάναμε μια διαδρομή περίπου πέντε μιλίων νοτιοανατολικά, οπότε και ξαναβρήκαμε τα τείχη της πόλης.