Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Σιλιώτικα 1924

Το ιδιαζόντως ενδιαφέρον λεύκωμα "Η Σινασός της Καππαδοκίας", που πρωτοεκδόθηκε στην Αθήνα το 1924 και που ανάτυπα του πουλιούνται ως τις μέρες μας έξω από την εκκλησία Κωνσταντίνου και Ελένης (όπου το αγόρασα και εγώ όταν περάσαμε από την Σινασό με την Ένωση Συλλαίων τον Αύγουστο του 2010) περιέχει, ανάμεσα στις τόσες πληροφορίες, και σύντομη περιγραφή της Σινασίτικης ντοπιολαλιάς (Σινασός, Τζαλέλα, Ποτάμια): φυσικά δεν μας παραξενεύει καθόλου αυτό, μας εκπλήσσει όμως ευχάριστα και μας συγκινεί ιδιαίτερα η γενναιόδωρη συμπερίληψη δειγμάτων από άλλες Ελληνικές διαλέκτους της Κεντρικής Μικράς Ασίας, συγκεκριμένα της Λάζικης (Μαδέν, Νικόπολη, Σουλουτζούβαση), της Φαρασιώτικης (Φάρασα, Κίσκε Καρίπλερ κτλ), της Μιστιώτικης (Μισθί, Αξός, Τροχός, Φλογητά κτλ), της Φερτεκιώτικης (Φερτέκ, Γούρτονους, Αραβάν κτλ) ΚΑΙ της Σιλιώτικης της Λυκαονίας (Σίλε). Αναδημοσιεύουμε εδώ το δείγμα της Σιλιώτικης ντοπιολαλιάς και της μετάφρασης του, όπως ακριβώς παρατίθενται στο Λεύκωμα (χωρίς καμία πληροφορία για την προέλευση τους), αλλά μονοτονικά:

Ως παγαινοντίσκαμι χάσαμι τση στράτα κι μπήκαμι στα βουνιά και στα ντερέ απέσω, σκοτηνιάσι κι στο γαρανλίχ ρεν πουρίσαμι ν' αναύρωμι χωριούτ τσι στράτα. Ως ντελανινοντίσκαμι ρω κ' κει μπήκαμι σ' ένα βεράνι χάνι κι' πόμναμι τζει και κοιμηνοντίσκαμι ζιφτ γαρανλίκ απ' έσω. Ως τ' αβόπουρμα δεν σαλίσαμι του μάτζι μας, οπ' χαριλτού κι' οπ' τ' ισλίχ, απαντεσχόντισκες ότσι οπ' τους τζούχουρις κι' οπ' τις χρώστες ξεβινοντίσκασχι. Οπ' τζείνον πασκά, οπ' φειριών τα ισλίχια κι' οπ' τα ουλουτζίματα αλουπιών κι' τζαναβαριών πεκ πολύ φοβήσκαμι. Ως ήμαστι τούτζα σικιντί κι ρος του φόβο μας απ' έσω, γιούξαμι οπ' μακρά κουκουϊνότ σέσι. Πως κι' αν βριάσκει κουκουϊνός φάνηκε φουγγάρι. Αγξίλαϊ σκόσκαμι αψά αψά κι' ξέβκαμι απ' κει του γουρσούζι χάνι, και σουκιουρλάϊσαμι το Σογό ότζι σιρκεϊσέμας, οπ' τεχλικέ και ξέβασι μας λαρούς, και γεβετλεντζινόσκαμι να φθάσωμι σ' χωριό τζούνκι γιουκουοντίσκασι σκουντζιριών τα χαυλατζίσματα και σαπάχλαϊ μπήκαμε σ' χωριό. 

(Ενώ προχωρούσαμε χάσαμε τον δρόμο μας κ' εμπήκαμε ανάμεσα σε βουνά και σε χαράδρες. Νύκτωσε και στη σκοτεινιά δεν μπορέσαμε να ξεδιαλέξωμαι τον δρόμο του χωριού. Εκεί που γυρνούσαμε εδώ κ' εκεί, βρήκαμε ένα έρημο χάνι και κονέψαμε πεια εκεί, και πλαγιάσαμε στα θεοσκότεινα. Ως το πρωΐ δεν κλείσαμε μάτι από τον θόρυβο και το σύριγμα (του άερα), νόμιζε κανείς ότι ερχούντανε μέσα από τους τοίχους και απ' τα βαθειά πηγάδια. Εκτός αυτών φοβηθήκαμεν πολύ, από τα συρίγματα των φειδιών και τα ουρλιάσματα των αλωπεκιών και λύκων.

Ενώ βρισκόμαστε σε τέτοια αγωνία και φόβο ακούσαμε από μακρυά να έρχεται φωνή πετεινού^ μαζή με τη φωνή του πετεινού βγήκε και το φεγγάρι. Αμέσως τότε σηκωθήκαμε και γρήγορα γρήγορα βγήκαμε απ' εκείνο το απαίσιο χάνι και δοξάσαμε τον Θεόν, που μας φύλαξε απ' αυτόν τον κίνδυνο και μας έβγαλε σώους και γερούς και βιαζούμαστε να φθάσωμε στο κοντινό χωριό, που μας οδηγούσαν τα γαυγίσματα των σκύλων, που ακούοντανε πεια, και μόλις χάραξε μπήκαμε στο χωριό.)


[Sample of Sillean Greek from the 1924 album "Sinasos of Cappadokia", which I purchased outside the Sinasos church, while traveling there with the Silean Union in August 2010.]

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Οδός Σύλλης [Δέσποινα Δαγδόγλου, 20-11-2016]

Με την ευκαιρία της σημερινής τελετής -- αποκαλυπτήρια αναμνηστικής πλάκας στην οδό Σύλλης 16 (γωνία με οδό Παναγίας Φανερωμένης) -- και σχετικής εκδήλωσης (στην εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης), η αγαπητή σε όλους Συλλαία Δέσποινα Δαγδόγλου (από την οποία και έμαθα, προ διετίας περίπου, ότι υπάρχει οδός Σύλλης εδώ στην Θεσσαλονίκη) κατέθεσε το παρακάτω κείμενο:

Βρισκόμαστε στην Αθήνα σε νοικιασμένο σπίτι και με λίγα πράγματα. Μας έστειλε ο πατέρας και εκείνος έμεινε στη Δράμα με την 'έκρηξη' του πολέμου. Πρόκειται για το 42-43 και ήδη από καιρό οι Βούλγαροι βρίσκονται στη Δράμα κι' έχουν καταλάβει και τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Εκεί εργάζεται και ο πατέρας μας. Μοναδική σκέψη του είναι να φύγει για να γλυτώσει από τον βάρβαρο αυτόν εισβολέα και, ξεγελώντας τους ότι θα επέστρεφε, ήλθε στην Αθήνα...

Σμίξαμε όλη η οικογένεια... Στόχος του, μας εξήγησε, την επόμενη μέρα, ήταν να φύγουμε και από την Αθήνα, για την Θεσσαλονίκη, γιατί είχε την πληροφορία ότι υπάρχουν στη Μακεδονία πολλοί ανατολίτες. Επιθυμία του ήταν να βρεθεί με οικεία πρόσωπα, ανθρώπους με τους οποίους είχε κοινή καταγωγή, τη Μικρά Ασία, όπως το Ικόνιο και τη γειτονική Σύλλη. Δυο φορές προσφυγιά τον άκουσα να μονολογεί και όσο μπορούσε πιο κρυφά σκούπιζε τα δακρυσμένα μάτια του. Όλοι μας φορτισθήκαμε συναισθηματικά και δεν κουβεντιάζαμε.

Ως τόσο, είχαμε μαζέψει τα λίγα πράγματα που είχαμε και είμασταν έτοιμοι για την αναχώρηση.

Η καινούργια Πατρίδα είχε επιλεγεί. Ήταν η Θεσσαλονίκη. Σε τούτη τη Μεγάλη Πόλη της Μακεδονίας υπάρχουν πολλοί Ανατολίτες από την Προσφυγιά του 1922. Θα ξαναβρεθούμε με δικούς μας, έλεγε, και άλλαζε έκφραση το πρόσωπο του.

Τι θαύμα να μπορείς να χαρείς, σκέφτομαι τώρα, με την ωριμότητα της μεγάλης γυναίκας, να μπορείς να χαρείς μέσα στη δίνη του φρικτού πολέμου, την περίοδο εκείνη!!

Με τη βοήθεια πολλών, βρεθήκαμε σε μια περιοχή που ζούσαν, ήδη, μικρασιάτες και τα ονόματα που είχαν χαραχθεί στους τοίχους θύμιζαν τις παλιές πατρίδες όπως: η Ικονίου Προκοπίου, η Σύλλης, η Σερετζίου, η Τυρολόης, κ.α. ... Η Σύλλης μας φιλοξένησε για πολλά χρόνια. Δεν είχε καμιά πολυτέλεια ο δρόμος. Εύρισκες όμως τη ζέστη των ανθρώπων, τη γλώσσα και την επικοινωνία και τούτο ζέσταινε τις καρδιές όλων μας. 

Τα σπίτια αραιοκτισμένα, μόνο με δύο ορόφους ή μονόροφα. Οι άνθρωποι με καταγωγή από την Προύσα, το Ικόνιο, τη Σύλλη, την Κωνσταντινούπολη, την αν. Θράκη. Δεν ήταν μεγαλύτεροι από τα 40 τους χρόνια. Είχαν παιδιά του Δημοτικού, και λίγο πιο ώριμες 'γιαγιές' που περνούσαν τα 60 χρόνια. 

Το Ικόνιο είχε και ευρωπαϊκά σχολεία. Είχε παιδεία ξεχωριστή που μοιράστηκαν και γεύτηκαν οι πολύ κοντινοί μας συγγενείς και γείτονες, Συλλαίοι. Πολλοί μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά - Τουρκικά, Γαλλικά & Αραβικά. 

Στη Θεσσαλονίκη η Σύλλης αρχίζει από την οδό Παναγίας Φανερωμένης, φτάνει στην πλατεία Τυρολόης, με πάρκο και λουλούδια, και κατηφορίζει προς τη λεωφόρο Λαγκαδά. 

Αναφέρω ονόματα οικογενειών που θυμάμαι: Γαλαίου, Πορτοκαλίδη, Σαρδέλλα, Δαγδόγλου, Μακρίδη, Ζούρα, Τσακαλίδη, Χαραλαμπίδη. 

Είμαστε μετρημένα τα μικρά παιδιά: 3 χρόνων, 5, 10, 15 χρόνων. Λαχανιάζαμε από το τρέξιμο, το επτάπετρο, το αγιούτο και άλλα πολλά εκείνης της εποχής. Μετά καθόμασταν στο μοναδικό σκαλοπάτι των γύρω σπιτιών για να ξεκουραστούμε. 

Πολλές φορές όλα ήταν διαφορετικά. Οι μέρες περνούσαν χωρίς παιγνίδια μαζί οι Σειρήνες του Πολέμου, που ούρλιαζαν κυριολεκτικά, 'μας έλεγαν' να κλειστούμε στα υπόγεια των σπιτιών που είχαν διαμορφωθεί κατάλληλα, με τα προβλήματα του πολέμου (1943). 

Όταν τα πράγματα ηρεμούσαν, το παιγνίδι ξανάρχιζε και κάποιες 'γιαγιές' ηλικιωμένες γυναίκες, πάνω δηλ. από τα 60, κάθονταν στις εξώπορτες για να μας καμαρώσουν. Είχαν κάτι να μας πούνε για την καταγωγή τους και κατάφερναν να μας συγκινήσουν. Εμείς τις ακούγαμε, πότε όλοι μαζί, άλλοτε οι λιγότεροι...  

Η κυρία Δήμητρα, η διπλανή μας, με κάλεσε και μου είπε: "Είμουν γειτόνισσα με τη γιαγιά σου τη Δέσποινα, από τη Σύλλη. Θα σου πω κάτι Συλλαίϊκο, να το πεις στον πατέρα σου, θα χαρεί πολύ." 

Το σημείωσα, με δυσκολία, στα Ελληνικά, αργότερα ... και

"Ριτζάϊντεριμ μπαμπά, μπίρας χαρτσλίκ ιστίορουμ"

["συγγνώμην μπαμπά, μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις χαρτζηλίκι"]

του το 'ξεφούρνισα' με δυσκολία το ξενόγλωσσο!! 

Μ' αγκάλιασε συγκινημένος, αλλά δεν μίλησε. Η γλώσσα της Σύλλης τον γύρισε στα παιδικά του χρόνια.

Οι πατρίδες δεν ξεχνιούνται ποτέ...

Η Σύλλη, η "ΟΔΟΣ ΣΥΛΛΗΣ" της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, που βρισκόμαστε τώρα, μας πηγαινοφέρνει, κάπου προς τα εκεί.

Είμαστε μια Ομάδα Ελλήνων, που οι Ρίζες μας φύτρωσαν σ' εκείνη τη ΓΗ. 

[Despoina Dagdoglou's WW II memories from Sille Street in Thessaloniki -- posted here on the occasion of the placement of a commemorative plaque by the Sillean Union.]



Κατόπιν παρακλήσεως του επιτίμου Ταμίου κ. Πέτρου Τερζόγλου, όπως η δια του ονόματος του τιμηθείσα οδός φέρη το όνομα της ιδίας αυτού πατρίδος Σύλλης απεφασίσθη, όπως ​τέσσερες οδοί του συνοικισμού φέρουσιν εις το εξής τα ονόματα των τεσσάρων ιστορικών κοινοτήτων Ικονίου, Σύλλης, Πόρου και Νίγδης. 

["Μακεδονία", Ονομασία οδών Συνοικισμού Ικονίου ("Προσφυγική Ζωή"), 10-9-1931]

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Σύλλη 1837 [William J. Hamilton]

Κυριακή, 2 Ιουλίου -- Έχοντας μάθει ότι το ερυθρό τραχυτικό πέτρωμα, που τόσες φορές είδα σε κτίρια, οδοστρώματα, και κοιμητήρια του Ικονίου, προέρχονταν από την περιοχή κοντά στο Zilieh, ένα Ελληνικό χωριό στα βουνά δυο ώρες στα δυτικά, αποφάσισα να το επισκεφθώ σήμερα, ελπίζοντας να παρατηρήσω κάποια γεωλογικά φαινόμενα, και να δω τα περιβόλια που εφοδιάζουν το Ικόνιο με φρούτα και λαχανικά. Ύστερα από διαδρομή δύο μιλίων κατά μήκος της πεδιάδας φτάσαμε στους πρόποδες των λόφων, και στρίβοντας νοτιοδυτικά ανεβήκαμε μία βραχώδη κοιλάδα, διασχιζόμενη από ένα μικρό ποταμάκι, το οποίο μέσω άρδευσης κάνει εύφορα μια σειρά από περιβόλια που εκτείνονται ως εκεί που φτάνει το νερό. Βαθμιαία η κοιλάδα στενεύει προς τα πάνω, και τα περιβόλια σταματούν εκεί όπου το ποτάμι περιορίζεται σ' ένα στενό κανάλι. Βερίκοκα, μούρα, κυδώνια, και κεράσια ήταν τα κύρια φρούτα εδώ, όλα βεβαίως από συνηθισμένα δέντρα, και υψηλής γεύσης, αλλά μικρά γενικώς. Το χωριό ονομάζεται Boghaz Kieui. 

Από εκεί, στρίβοντας βόρεια, προχωρήσαμε για λίγα μίλια κατά μήκος των λόφων, άγονων κατά κύριο λόγο, εκτός από λίγα αγροτεμάχια κακής ποιότητας καλαμποκιού, το οποίο, λόγω της ελαφράς σύστασης του εδάφους, ξεριζώνεται σύριζα όταν οι χωρικοί επιχειρούν να το μαζέψουν. Έπειτα, στρίβοντας δυτικά, διασχίσαμε μία χαμηλή κορυφογραμμή ασβεστολιθικών λόφων, και στις εντεκάμισυ φτάσαμε στο χωριό Sarai Kieui, στους ανατολικούς πρόποδες του κωνικού λόφου Kara Bourja, που έμοιαζε καθ' όλα ηφαιστειογενής, με ένα ερειπωμένο κάστρο στην κορυφή, το οποίο, έχοντας εξασφαλίσει έναν οδηγό, άρχισα να εξετάζω, Η κορυφή (και ο πυρήνας, όπως πιστεύω) του λόφου είναι ερυθρός τραχύτης, στον οποίο σε πολλά σημεία επικάθεται λευκός ιζημαγμίτης, ή ηφαιστειογενής άμμος. Κοντά στην κορυφή στην βορεινή πλευρά υπήρχε ένας μακρύς θόλος σκαμμένος στον βράχο με πολλούς σταυρούς στην κάθε πλευρά, και πιο ψηλά υπήρχαν αρκετά δώματα, σπηλιές, και στέρνες, επίσης σκαμμένα στον βράχο^ μία από τις τελευταίες ήταν γεμάτη νερό, με σκαλοπάτια να οδηγούν κάτω σ΄ αυτήν. Αυτός ο τόπος είναι ιδιαίτερα σεβαστός στους Έλληνες, που τον αποκαλούν Αγίασμα, ή Ιερό, και έρχονται εδώ για προσκύνημα κάθε χρόνο από τα γύρω μέρη. Το ίδιο το βουνό αποκαλείται Άγιος Φίλιππος: στην κορυφή ένα μικρό μέρος των ερειπίων κοντά στην είσοδο έμοιαζαν Κυκλώπεια, αποτελούμενα από μεγάλους ακανόνιστους λίθους χωρίς συγκόλληση. Το υπόλοιπο τείχος ήταν νεώτερο, και επεκτείνονταν σε ολόκληρη την κορυφή του βράχου.

Από το Sarai Kieui συνεχίσαμε, μέσα από λοφώδη περιοχή αποτελούμενη από διάφορα είδη ιζημαγμιτικών και τραχυτικών συσσωματωμάτων τεμνόμενων από ένα χαντάκι πορφυριτικής αργίλου, στο Zilieh, περίπου τέσσερα μίλια βορειοβορειοανατολικά. Αυτός ο μεγάλος και ευημερών τόπος, κατοικούμενος αποκλειστικά από Έλληνες, βρίσκεται σε μια βαθιά χαράδρα στους τραχυτικούς λόφους, που σχηματίζουν υψηλές κορυφές και στις δύο πλευρές, με τα σπίτια να έχουν κτιστεί πάνω στον ιζημαγμίτη, μέσα στον οποίο είχαν σκαφτεί σπηλιές σε παλαιότερους καιρούς. Τα μεγάλα σπίτια με τις επίπεδες οροφές και τις μωβ βεράντες, οφειλόμενες στο πέτρωμα από το οποίο φτιάχτηκαν, κτισμένα απέναντι από τα βράχια, και χωρίς ούτε ένα δέντρο για δείγμα, αποτελούν ένα παράξενο θέαμα. Μου είπε ένας Έλληνας ότι οι σπηλιές είχαν κάποτε χρησιμοποιηθεί ως σπίτια. Οι κάτοικοι του Zilieh απολαμβάνουν μεγάλη ανεξαρτησία, και δεν υπόκεινται στους Τούρκους: η παράδοση τους λέει ότι, όταν οι τελευταίοι κατέλαβαν το Ικόνιο, οι Έλληνες εκδιώχτηκαν και υποχρεώθηκαν να κατοικήσουν εδώ^ και έτσι δημιουργήθηκε αυτός ο τόπος, που έχει πάνω από οκτακόσια σπίτια. Φεύγοντας από το χωριό, που διέψευσε τις προσδοκίες μου να βρω κάποια νομίσματα, και μέσα από τον μόνο δρόμο, που είναι η κοίτη του ποταμού, κατεβήκαμε την ρεματιά ανάμεσα σε στενά περιβόλια μέχρι να μπούμε στην πεδιάδα του Ικονίου, μέσα στην οποία κάναμε μια διαδρομή περίπου πέντε μιλίων νοτιοανατολικά, οπότε και ξαναβρήκαμε τα τείχη της πόλης. 


Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Ο τύπος στο Ικόνιο του 1890

Από τα "Μικρασιατικά" (1891) του Ιωακείμ Βαλαβάνη, επανέκδοση 1991 (Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη), σελ. 116-117:

Εν τη αυτή αυλή ευρίσκεται και είδος τι ικριώματος, και κιβώτια τινά μετά μικρών θηκών και από καιρού εις καιρόν ακούεται βαρύς δούπος τριζόντων ξύλων και συνθλιβομένων σιδήρων ως άξων βωδαμάξης άνευ ελαίου. Εκτυπούται εφημερίς! .. και η τρώγλη εκείνη, ένθα περιδεής εχώθη η ωραία του Γούττεμβεργ τέχνη, είναι τυπογραφείον! Αλλ' η εφημερίς! ω! η εφημερίς! Είναι εβδομαδιαία, συντάσσεται υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Γενικού Διοικητού και εκτυπούται εις δύο (!) γλώσσας, εις τουρκικήν και τουρκικήν: εις τουρκικήν δια χαρακτήρων τουρκικών, γραφομένων, ως γνωστόν, εκ των δεξιών προς τα αριστερά, και εις τουρκικήν πάλιν, αλλά νυν δια χαρακτήρων ελληνικών κατά τον ημέτερον της γραφής τρόπον. Περιεχόμενα: Τα ασημαντότατα και τα μάλλον αδιάφορα γεγονότα του νομού, συνοδευόμενα ακαταπαύστως και απαρεγκλίτως υπό τίτλων αφορήτων και αηδεστάτων εγκωμίων τω εκάστοτε Διοικητή του Νομού. Φιλοκαλία περί την εκτύπωσιν: Εδώ δα είναι κι αν ήναι. Αν ετόλμων, θα έλεγον μόνον ότι τα στοιχεία, δι ων εκτυπούται το μοναδικόν τούτο φύλλον, είναι σκωληκόβρωτα^ σχεδόν βλέπεις τας οπάς, όσας διήνοιξεν η βότριδα! ....

[Semi-humorous description, by Ioakeim Valavanis, of a weekly 'bilingual' newspaper circulated in Konya c. 1890, in Turkish in Arabic script and in Turkish in Greek script (Karamanlidika).]

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Σιλλιώτικα ... 90 χρόνια μετά

Η μητέρα ξυπνάει την μακαρίως κοιμώμενη κόρη της, ανησυχώντας για την επίσκεψη των πεθερικών, πως και πότε και τι θα μαγειρέψουν, κλπ ... αλλά τα πεθερικά μένουν τελικά πολύ ευχαριστημένα και εντυπωσιασμένα από την υπέροχη νύφη τους: μία απόλυτα ανθρώπινη και χιουμοριστική ιστοριούλα στα Σιλλιώτικα που συνέθεσε και παρουσίασε ο γεννημένος στην Σύλλη το 1920 Αντώνης Εκμεκτζόγλου, με την ευκαιρία της ομιλίας του Α. Καραθανάση Καππαδοκίας Εγκώμιον και του προηγηθέντος μεσημεριανού μεζέ της Ένωσης Συλλαίων στην Θεσσαλονίκη στις 4-6-11 ... και που επίσης παρουσίασε στην κοπή της βασιλόπιτας στην Αθήνα στις 28-1-12. Παρακάτω παρατίθενται τα δύο μέρη της παρουσίασης, όπως μας τα παρέδωσε γραπτώς ο κ. Εκμεκτζόγλου (και στα Σιλλιώτικα και στα Νεοελληνικά), ενώ το βίντεο της δεύτερης παρουσίασης του υπάρχει εδώ.

Σημείωση (12-3-17): ο κ. Εκμεκτζόγλου απεβίωσε στις αρχές Μαρτίου 2017.

1ο μέρος: ΜΑΝΑ ΠΡΟΣ ΚΟΡΗ

- Κόρ, ακούμ' κοιμάσι; Νας κοιμάσι;

- Τσιό να ποίσου, μάνα;

- Τσιό να ποίσεις; Χάιτ, χάιντε, συ μπουνάισις κόρη μου. Σε νάρτει πεσερά σου, πεσερό σου. Μεσημέρι ρε σε φάγουσι; τσιό σε φάγουσι; σούκου ναϊρούμ' τσιό σε ποίσουμ. Κατέβασ' νιούγ γαβουρμά ποιείσ' ένα Μπουλγούρ Πιλαβού, νιούγα Σαρμά, νιούγα Γκιλίτζια, ένα Γιογουρτλού Τσιορμπά. 

- Πεσερό σου ρε σε πιεί ρακού; Κατέβασ' νιούγ γιαγλού μπαστουρμά, νιούγου σουτζούχ, νιούγ τζιρί, ρέκα αυγά. Χάιντε, αψά-αψά!

Γω σε ποίσου ντολάν-ντολάν,σε ποίσου ισλί, σε ζυμώσου ψωμί.

Αμάν Παναγιά μου, πότ' σε να νιούσ' ούλες αυτές οι ζουλιές; Σε να νιούμ ρεζίλι!

( - Κόρη μου, ακόμα κοιμάσαι; Γιατί κοιμάσαι;

- Τι να κάνω (ποιήσω) μάνα;

- Τι να κάνεις; Άντε, άντε, εσύ κόρη μου χάζεψες. Θα έρθει η πεθερά σου, ο πεθερός σου. Το μεσημέρι δεν θα φάνε; τι θα φάνε; Σήκω να δούμε τι θα κάνουμε. Κατέβασε λίγο καβουρμά να φτιάξεις ένα πιλάφι με πληγούρι, λίγα ντολμαδάκια με φύλλο, λίγα γιουβαρλάκια, μια γιαουρτόσουπα.

Ο πεθερός σου δεν θα πιει ρακί; κατέβασε λίγον ολόπαχο μπαστουρμά, λίγο σουτζούκι, λίγο τυρί, δέκα αυγά. Άντε, γρήγορα-γρήγορα!

Εγώ θα φτιάξω σαραγλί, θα φτιάξω τρίγωνα, θα ζυμώσω ψωμί.

Αμάν, Παναγιά μου, πότε θα γίνουν όλες αυτές οι δουλειές; Θα γίνουμε ρεζίλι!)


2ο μέρος: ΠΕΘΕΡΑ ΠΡΟΣ ΠΕΘΕΡΟ

- Ρόξασοι ο Σεός, γιούκσε τσις προσευχές μας και ο Γιορδάνης μας ήβρι καλιή νιούφη, νάχαλ τση σέλαμι. Χοσάσα, απ' καλό σπίτσι, βαβάς της, μάνα τσης, καλιοί αρτούπουροι, έμασαν τσην κόρην τους σεβασμό και ούλες τσι ζουλιές. Τα φάιματα, τα τατλού. Φίλησε τα χέρια μας, έσκε μας κολόνια. Σαΐρεν τα λαλώ Σάββα;

- Σαΐ, σαΐ. Άννα, ούσου, έρχοντι.

- Ούσουρα Μπάκμα, γαϊβέ νάχαλ τα σέλετι, σεκέρ νιούγου ή τατλού;

- Τατλού, τατλού. Να ζούσι τα σέρια σου.

( - Δόξα Σοι ο Θεός, άκουσε τις προσευχές μας και ο Ιορδάνης μας βρήκε καλή γυναίκα, όπως τη θέλαμε: όμορφη, από καλό σπίτι,ο πατέρας της, η μητέρα της, καλοί άνθρωποι, έμαθαν στην κόρη τους σεβασμό και όλες τις δουλειές. Τα φαγητά, τα γλυκά. Φίλησε τα χέρια μας, μας έβαλε κολόνια. Σωστά δεν τα λέω Σάββα;

- Σωστά, σωστά. Άννα σουτ! Έρχονται.

- Συγγνώμη, τον καφέ πώς τον θέλετε, με λίγη ζάχαρη ή γλυκό;

- Γλυκό, γλυκό. Γειά στα χέρια σου.)

[Antonis Ekmektzoglou, born in Sille in 1920, wrote and recited a simple, humorous two-part short story -- mother worried about cooking for their in-laws, daughter asleep initially, visitors are finally impressed by their bride -- in Sillean Greek, on the occasion of a Sillean Union presentation and gathering in Thessaloniki on 6/4/11; the same recitation was given on 1/28/12 in Athens and is available here.]

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Τόμος Αγίας Ελένης

"Τόμος" (tome) στα Αγγλικά σημαίνει "ογκώδες βιβλίο", και αυτό ακριβώς εξέδωσε τον Δεκέμβριο του 2013 η Δημαρχία Σελτσουκίας για το Μουσείο Αγίας Ελένης, πρώην Εκκλησία Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στην Σύλλη. Πρόκειται για μία επιβλητική έγχρωμη έκδοση 345 σελίδων τετράγωνου σχήματος, που διατίθεται τόσο στην Τουρκική όσο και στην Αγγλική (SILLE HAGIA ELENI MUSEUM). Ο τόμος αποτελείται από 16 κεφάλαια, γραμμένα κατά σειρά από τους ιστορικούς Alaattin Akoz & Bayram Urekli, Mehmet Yilmaz, Huseyin Musmal, Baris Sarikose, τον πρόεδρο της Ένωσης Συλλαίων (Ελλάδας) Τάκη Σαλκιτζόγλου, το μέλος του Ιδρύματος Σύλλης Hasan Basri Sayi, τον ιστορικό λογοτεχνίας Yunus Ince, τον αναπληρωτή δήμαρχο Σελτσουκίας A. Hayrettin Yaliniz, τους ιστορικούς τέχνης Hasim Karpuz, Salih Kis, Ilker Mete Mimiroglu, τις βυζαντινολόγους Vera Geelmuyden Bulgulru & Annie Geelmuyden Pertan, τους αρχαιολόγους Yusuf Benli & Hasan Oguz, τον αρχιτέκτονα Abdullah Yildirim, και τους συντηρητές Celal Kucuk και Mine Kucuk. Στην πρώτη σελίδα του κάθε κεφαλαίου εμφανίζεται, στην κάτω αριστερά γωνία, δίκην σφραγίδος, ο Επιτάφιος του 1901:


Πρόκειται για μία εντυπωσιακή σύλληψη και φιλόδοξη προσπάθεια αναπαράστασης της ζωής στην Σύλλη με αφορμή το μόνο χριστιανικό μνημείο που της έχει απομείνει και την αναπαλαίωση του. (Εδώ ο ναός πριν την αναπαλαίωση, όπως περίπου τον είδαμε το 2010.) Ανεξάρτητα από τις επί μέρους επιφυλάξεις που θα μπορούσαν να έχουν οι ειδικοί, θεωρώ ότι αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον εμπνευστή και επιμελητή του έργου, εμπνευσμένο και ακαταπόνητο ερευνητή Ilker Mete Mimiroglu, και βέβαια στους υπόλοιπους συγγραφείς και σε όσους συνεργάστηκαν μαζί του ή υποστήριξαν την προσπάθεια του ηθικά και υλικά, ειδικότερα στον οραματιστή δήμαρχο Σελτσουκίας Uğur İbrahim Altay (που προλογίζει τον τόμο) και στις δωρήτριες αδελφές Ευλαμπία και Άννα Μωυσόγλου.

Παρακάτω επιχειρώ κυρίως να δώσω το 'άρωμα' και την 'ροή' της έκδοσης στον μη ειδικό αναγνώστη, επιλέγοντας κάποιες ενδιαφέρουσες έως και σαγηνευτικές πληροφορίες από το κάθε κεφάλαιο: οι πληροφορίες αυτές παρατίθενται αυτούσιες και ασχολίαστες -- επί μέρους σχόλια ίσως γίνουν σε μεταγενέστερα άρθρα. Σέβομαι την ορολογία του κάθε συγγραφέα, ακόμη και όταν αντί για τον όρο "Έλληνες" χρησιμοποιούνται οι όροι "χριστιανοί" ή "μη μουσουλμάνοι". Μια προσεκτική ανάγνωση των παρακάτω αποσπασμάτων δείχνει ότι κάποιοι από τους συγγραφείς -- πέραν του δικού μας κ. Σαλκιτζόγλου, που προσκλήθηκε ευγενώς να συμμετάσχει -- γνωρίζουν και παραδέχονται την Ελληνική ή έστω Βυζαντινή καταγωγή των Συλλαίων, ένα θέμα που, λόγω της πολυπλοκότητας του, προτιμώ να μην συζητήσω. (Γράφω εδώ ότι στο Κεφάλαιο 13 αναφέρεται πως οι χριστιανοί της Σύλλης αισθάνονταν πιο κοντά στην Ελλάδα λόγω θρησκείας ΚΑΙ γλώσσας, παρά το ότι δεν ήρθαν στην Σύλλη από την Ελλάδα (σελ. 244), και ότι οι εντόπιοι Τούρκοι τους θεωρούσαν Έλληνες (σελ. 255). Ακόμη, στο κεφάλαιο 6 διασώζεται η μετατροπή του δέλτα σε ρο της Σιλλιώτικης διαλέκτου ... μέσω μιας αναφοράς σε Έλληνες "ρασκάλους" (raskalli, σελ. 115)!) Επίσης προτιμώ να μην συζητήσω εδώ τα της περιόδου 1914-1924, αν και οφείλω να επικρίνω τα περί ξεχωριστής αναχώρησης ανδρών (διάβαζε θανατερή εξορία 1919-22) και γυναικών έναν χρόνο αργότερα από την Σύλλη (σελ. 118) ή τα περί πατριωτικής συμμετοχής των Συλλαίων στο Τάγμα Εργασίας Σύλλης κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (σελ. 85)! Τα τελευταία τρία κεφάλαια είναι αρκετά τεχνικά, αναδεικνύοντας πάντως τις άοκνες προσπάθειες των Τούρκων αρχαιολόγων και συντηρητών^ ειδικά στο Κεφάλαιο 14 θα βοηθούσαν κάποια σχεδιαγράμματα των εργασιών. Στο Κεφάλαιο 12, ιδιαίτερα χρήσιμο για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την χριστιανική παράδοση και λατρεία, θα βοηθούσε μια συζήτηση της τεχνοτροπίας των νωπογραφιών της τρίτης φάσης τοιχογράφησης (1880)^ στην σελίδα 232 ο ανώνυμος προφήτης είναι ο Ιερεμίας (ΕΓΩ ΣΕ ΕΙΔΟΝ ΙΣΡΑΗΛ ΚΟΡΗ). Οι τέσσερις Ευαγγελιστές, εικόνες με λαδόχρωμα που υπήρχαν στα σφαιρικά τόξα ανάμεσα στον θόλο και στις αψίδες και που έχουν κλαπεί (Κεφάλαιο 15, σελ. 294, 313), εμφανίζονται, στην θέση τους, σε φωτογραφίες χωρίς σχόλια στην σελίδα 194. (Η συζήτηση των φωτογραφιών και μόνον της επιβλητικής αυτής έκδοσης θα απαιτούσε ξεχωριστό άρθρο ή και βιβλίο!)



Κεφάλαιο 1: Η δημογραφική δομή της Σύλλης: μουσουλμανικός και χριστιανικός πληθυσμός στο διάβα της ιστορίας (Alaattin Akoz & Bayram Urekli), σελ. 16 - 29

[Από 22 μουσουλμανικά και 223 χριστιανικά νοικοκυριά το 1584 φτάνουμε σε 587 μουσουλμανικά και 543 χριστιανικά νοικοκυριά το 1844, και σε 948 μουσουλμανικά και 744 χριστιανικά νοικοκυριά το 1907. Οι χριστιανοί της Σύλλης χρησιμοποιούσαν και ελληνικά και τουρκικά μικρά ονόματα (με τα τουρκικά να πλειοψηφούν στην απογραφή του 1584), αλλά, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους, τα τουρκικά ονόματα τους ήταν κυρίως μη θρησκευτικού χαρακτήρα.]

Κεφάλαιο 2: Συλλαίοι μη μουσουλμάνοι κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (Mehmet Yilmaz), σελ. 30 - 53 

[Το 1844 οι χριστιανοί της Σύλλης καλλιεργούσαν μόνο 12.5 εκτάρια αμπελιών για κρασί και 6 εκτάρια ράμνου για βαφές, και είχαν συνολικά μόνο μία αγελάδα, δύο άλογα και τρεις γαϊδάρους. Αυτό εξηγεί την τάση τους για εμπόριο και μετανάστευση, αλλά και την διάκριση τους στις τέχνες: Συλλαίοι ράφτες και μαραγκοί ήταν από τους καλύτερους στην Κεντρική Μικρά Ασία. (Πάντως όχι μόνον οι χριστιανοί, αλλά και πολλοί μουσουλμάνοι της Σύλλης μετανάστευαν προς εξεύρεση εργασίας, και μία τοπική ρήση ήταν "όποιος δεν έχει φύγει ποτέ από την Σύλλη δεν είναι έτοιμος για γάμο".) Οι χριστιανοί ζούσαν κυρίως σε δύο συνοικίες νοτίως του ποταμού, την Sarikaya (πλήρως ερειπωμένη σήμερα) και την Takkeci.]

Κεφάλαιο 3: Συλλαίοι μη μουσουλμάνοι στην υπηρεσία του Ιδρύματος του Σουλτάνου Αλαεντίν στο Ικόνιο στα μέσα του 17ου αιώνα (Huseyin Musmal), σελ. 54 - 63

[Οι Χριστιανοί της Σύλλης είχαν προνομιακό φορολογικό καθεστώς, πληρώνοντας φόρο απευθείας στο Ίδρυμα του Σελτζούκου σουλτάνου Αλαεντίν (1220 - 1237). Σε κάποιες περιπτώσεις απαλλάσσονταν από την φορολόγηση έναντι κάποιων εργασιών, όπως για παράδειγμα 5 Συλλαίοι το 1645 που ήταν επιφορτισμένοι με το ξεχιόνισμα της οροφής του τεμένους και άλλες εργασίες. Το άρθρο παραθέτει, με αναφορά στο βιβλίο του κ. Σαλκιτζόγλου,  και τον θρύλο σχετικά με το Παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης, δώρο υποτίθεται του σουλτάνου Αλαεντίν -- μαζί με άλλα προνόμια για την εκκλησία και τους χριστιανούς της Σύλλης -- σε μια Συλλαία μαία που ξεγέννησε την σύζυγο του.] 

Κεφάλαιο 4: Οι δικοί μας που περιθωριοποιήσαμε: Ορθόδοξοι Τούρκοι της Καραμανίας, ομόνοια μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων στην Σύλλη (Baris Sarikose), σελ. 64 - 91

[Υπήρξαν μαζικοί εξισλαμισμοί στην ευρύτερη περιοχή του Ικονίου κατά την Σελτζουκική περίοδο, όπως το 1320, μετά την κηδεία του εγγονού του Μεβλανά Ρουμί. Κατά την Οθωμανική περίοδο υπήρξαν στην Σύλλη μεμονωμένες περιπτώσεις προσχώρησης στο Ισλάμ, η πρώτη που αναφέρεται έλαβε χώρα στις 18 Μαρτίου 1642. Ο Γιώργης Παπάζογλου ήταν ο ηγέτης της χριστιανικής κοινότητας το 1767, και οι Hristaki Efendi, Haci Tatya, kai Haci Ananya το 1884-1886. Στις 13 Ιουλίου 1899 δήμαρχος της Σύλλης ήταν ο Haci Hafiz Ali και μέλη του συμβουλίου ήταν οι Haci Ali Agazade, Haci Ahmet, Haci Ishakzade Mehmet, Halilioglu Hristaki, Cekdemoglu Sava. Η δασκάλα Argeri binti Sofi έφτασε από το Ουσκουντάρ της Κωνσταντινούπολης στην Σύλλη στις 13 Οκτωβρίου 1918 για να διδάξει στο παρθεναγωγείο Inas Mektep. Οι Συλλαίοι χριστιανοί Γιοβανάκης και Χριστόφορος Βασί(λ)ογλου υποστήριξαν το Τουρκο-Ορθόδοξο κίνημα του Ευθύμιου Καραχισαρίδη (παπα Εφτύμ) το 1922, ενώ ο Συλλαίος Αττάρ Γιουβανίν αρνήθηκε να πληρώσει φόρο ύστερα από την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη το 1919 και ο γιατρός Panolyandi επέστρεψε στην Σύλλη στις 27 Ιουλίου 1919, ύστερα από 11 χρόνια στην Ελλάδα και στον Ελληνικό Στρατό, ενδεχομένως για 'προπαγάνδα'. Με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών στην Σύλλη εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες κυρίως από τις περιοχές της Κοζάνης και της Φλώρινας.]

Κεφάλαιο 5: Σύλλη, μια ελληνική κωμόπολη στις παρυφές του Ικονίου (Τάκης Σαλκιτζόγλου), σελ. 92 - 107

[18 σουλτανικά φιρμάνια, που οι Συλλαίοι φρόντισαν να φέρουν μαζί τους στην Ελλάδα, καθόρισαν στο διάβα των αιώνων τα φορολογικά και άλλα προνόμια που απολάμβαναν οι κάτοικοι του "χωριού των απίστων" (Gavurkoy). Σύμφωνα με τοπικό θρύλο που διέσωσε ο Πατριάρχης Κύριλλος στις αρχές του 19ου αιώνα, φλόγες πετάχτηκαν από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ όταν ο σουλτάνος Αλλαεντίν (1219 - 1237) θέλησε να την κατεδαφίσει για να κτίσει εκεί το τέμενος του, οπότε αποφάσισε να το κτίσει στον λόφο του Ικονίου και να φέρει 7 οικογένειες Τσακώνων να το φροντίζουν: αυτές οι οικογένειες (ξανα)έφτιαξαν την Σύλλη και κέρδισαν τα προνόμια της! (Στον θρύλο αυτόν οι "Τσάκωνες" δεν είναι υποχρεωτικά από την Τσακωνιά της Πελοποννήσου, αλλά πιθανότατα Βυζαντινοί ακρίτες ("τσάκωνες") με καταγωγή από το Σύλλαιο της Παμφυλίας -- γι αυτό και η Ελληνική διάλεκτος της Σύλλης μοιάζει πιο πολύ με αυτές της Μάκρης και του Λιβισιού παρά με τα Τσακώνικα.) Οι Συλλαίοι πλούτισαν εμπορευόμενοι κυρίως όπιο, τιφτίκι, και χαλιά, και ο πλούτος αυτός αντανακλά στα πολυτελή σπίτια (ελάχιστα από τα οποία διασώζονται) και στα Ελληνικά σχολεία της Σύλλης, αλλά και στην φημισμένη, πολυτελέστατη και Βυζαντινής τεχνοτροπίας, νυφιάτικη φορεσιά της (ετέκσε). Από τις αρχές του 20ου αιώνα η Σύλλη άρχισε να παρακμάζει και ο Ελληνικός πληθυσμός της να μειώνεται. Τον Οκτώβριο του 1924 οι τελευταίοι 400-450 Συλλαίοι αναχώρησαν, εμπιστευόμενοι την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και τονίζοντας την σπουδαιότητα της στους Τούρκους συμπολίτες τους.]   

Κεφάλαιο 6: Σχέσεις ανάμεσα σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους στην Σύλλη: 1900-1923 (Hasan Basri Sayi), σελ. 108 - 121

[Τα χριστιανόπαιδα -- που έτρωγαν πολλούς λουκουμάδες στα διαλείμματα! -- μπορούσαν με άδεια του Yavani Efendi (χριστιανού δασκάλου της Αγίας Ελένης που δίδασκε Οθωμανικό συντακτικό σε χριστιανόπαιδα και μουσουλμανόπαιδα μαζί) να παρακολουθήσουν τα μαθήματα μουσουλμανικής πίστης του Omer Efendi. Στις αρχές του 20ου αιώνα τόσο ο γιατρός (Istelyanos = Στέλιος) όσο και οι φαρμακοποιοί (Minalaki και Nikola) ήταν Χριστιανοί, ενώ η πεθερά του φημισμένου κτίστη Χατζηουσταλάρ, Μάρθα, ήταν φημισμένη μαία και θεραπεύτρια, και χρέη οδοντίατρου ασκούσε για όλους ο κουρέας Hambo (Χαράλαμπος). Χαλιά έφτιαχναν και οι μουσουλμάνες και οι χριστιανές, αλλά το εμπόριο τους ήταν στα χέρια των χριστιανών, και έφταναν και στην Ευρώπη ακόμη μέσω Κωνσταντινούπολης. Στον αντίποδα υπήρχε ο περιοδεύων υφασματέμπορος Ανέστης, που επισκέπτονταν γειτονικές περιοχές (Seydisehir, Beysehir) με το κάρο του και πληρώνονταν ακόμη και σε είδος (τρόφιμα). Φημισμένη για τις βαφές της ήταν η ταπητουργός Boyaci Ilia. Οι χριστιανοί μουσικοί -- όπως οι Kara Yorgi (λαούτο), Yorgi (βιολί), Dimitraki (κλαρίνο), Sokraf, Sofi, Margo, Zafro (ντέφι) -- έπαιζαν αποκλειστικά τουρκική μουσική. Στους χριστιανικούς γάμους η μουσική της γαμήλιας πομπής σταματούσε στα τζαμιά, αλλά όχι στις εκκλησίες ("σταμάτα στο τζαμί, παίξε στην εκκλησία"), ενώ οι μουσουλμάνες επισκέπτονταν τις χριστιανές για τα συχαρίκια κάποιαν άλλη μέρα.]

Κεφάλαιο 7: Η Σύλλη μέσα από τα μάτια των περιηγητών (Yunus Ince), σελ. 122 - 133

[Ο William J. Hamilton αναφέρει (1842) ότι οι Έλληνες της Σύλλης πίστευαν ότι οι πρόγονοι τους κατέφυγαν εκεί όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ικόνιο. Περίπου την ίδια εποχή (Νοέμβριος 1839) ο Walter Augustus Hawley -- που μάλλον πέρασε απαρατήρητος από τέσσερις προσευχόμενους πιστούς και τον ιερέα στην Αγία Ελένη αλλά φιλοξενήθηκε από έναν Αγγλομαθή Έλληνα έμπορο χαλιών -- αναφέρει ότι η Σύλλη μοιάζει με Κουρδικούς οικισμούς του Ευφράτη. Προς το τέλος του 19ου αιώνα ο William M. Ramsay ακούει τον θρύλο της διάσωσης του γιου του Σελτζούκου βασιλιά -- και όχι του Μεβλανά Ρουμί όπως άκουσε ο F. W. Hasluck λίγα χρόνια αργότερα -- από τον Άγιο Χαρίτωνα όταν έπεσε από γκρεμό στην περιοχή του ομώνυμου μοναστηριού.]  

Κεφάλαιο 8: Η νοσταλγική ιστορία ενός κοινού πολιτισμού (A. Hayrettin Yaliniz), σελ. 134 - 139

["Δεν επέστρεψαν για να μαγειρέψουμε και να τραγουδήσουμε πάλι μαζί, αλλά, ύστερα από σκληρούς χειμώνες και καυτά καλοκαίρια, εμείς, τα παιδιά των Μικρασιατικών στεπών, πήγαμε και τους βρήκαμε, και αγκαλιαστήκαμε. Πήγαμε με τις μυρωδιές της πατρίδας...... Μάθαμε ότι η γλώσσα που μιλούσαν στην Σύλλη ήταν μία διάλεκτος της Ελληνικής που μιλιούνταν μόνο σε λίγα μέρη στην Μικρά Ασία, και φέραμε πίσω ένα βιβλίο με την γραμματική της. Φέραμε επίσης φωτογραφίες και είδαμε αντικείμενα που είχαν μεταφερθεί από την Αγία Ελένη στην Ελλάδα." (Ύστερα από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών η εκκλησία γλύτωσε επειδή δεν μπορούσε να δώσει καυσόξυλα στους Μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Μακεδονία.)] 

Κεφάλαιο 9: Τα καλντερίμια της Σύλλης: αρχιτεκτονική και πολιτισμός στην Σύλλη (Hasim Karpuz), σελ. 140 - 161

["Καλντερίμια και γαρύφαλλα" θυμάται ο ανώνυμος τροβαδούρος, ενώ άλλοι λένε "το αλάτι του Τουζχισάρ, η σκόνη του Ικονίου, τα κορίτσια της Σύλλης". Οι αργαλιοί δεν υφαίνουν πια χαλιά, η χειροτεχνία παρήκμασε, αλλά κάποιες Τουρκάλες πηγαίνουν ακόμη στο παλιό πλυσταριό (αν και έχουν πλυντήριο στο σπίτι). Το φράγμα της Σύλλης κατασκευάστηκε το 1956 - 1960 και έλυσε το πρόβλημα της υδροδότησης, αλλά παλιές πηγές, δεξαμενές, και κρήνες με επιγραφές στα Ελληνικά και στα Αραβικά υπάρχουν ακόμη. Ο ποταμός της Σύλλης ήταν ένα από "τα πέντε λιοντάρια που απειλούσαν το Ικόνιο".]

Κεφάλαιο 10: Ιστορία της εκκλησίας της Αγίας Ελένης (Salih Kis), σελ. 162 - 173

[Η πρώτη αναπαλαίωση της εκκλησίας στα νεότερα χρόνια χρονολογείται στην περίοδο 1728 - 1729, ύστερα από σεισμό, και υπό την επιτήρηση του κυβερνήτη του Καραμάν, Ιμπραήμ Πασά. Ακολούθησαν ανακαινίσεις το 1807 (προσθήκη γυναικωνίτη), και στις 18 Φεβρουαρίου 1833 (επί Σουλτάνου Μαχμούτ ΙΙ, υπό την επίβλεψη του Epit Robos Sarraf Haci Iliyaoglu, και με την χάρη του Αρχάγγελου Μιχαήλ, όπως μας πληροφορεί η καραμανλίδικη επιγραφή στην είσοδο της εκκλησίας), και άλλες ανακαινίσεις το 1841, το 1880, και το 1889. Η απογραφή του 1844 αναφέρει ότι ιερείς στην Αγία Ελένη ήταν ο Βασίλης, γιος του Σάββα, 65 χρονών, κοντός και με άσπρα γένια, και ο Νικόλας, γιος του Ιγνάτη, 60 χρονών, ψηλός και με άσπρα γένια. Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς, ως αποθήκη και νοσοκομείο. Οι πρώτες προσπάθειες για την τρέχουσα ανακαίνιση της εκκλησίας ανάγονται στις 4 Σεπτεμβρίου του 1974.]

Κεφάλαιο 11: Ένα κτίριο αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ: η εκκλησία της Αγίας Ελένης στην Σύλλη (Ilker Mete Mimiroglu), σελ. 174 - 221

[Παρά τον θρύλο και το όνομα της Αγίας Ελένης, η σταυροειδής μορφή τοποθετεί την εκκλησία στην μέση ή ύστερη Βυζαντινή περίοδο, αν και οι ανασκαφές δίνουν ενδείξεις για ύπαρξη παλαιότερης εκκλησίας κάτω από το Ιερό. Πάνω από την καραμανλίδικη επιγραφή του 1833 της εισόδου -- πλαισιωμένη από τους έφιππους στρατιώτες αγίους Γεώργιο (αριστερά) και Μηνά (δεξιά) -- υπήρχε επιγραφή που μνημόνευε την "τέταρτη ανακαίνιση, επί Σουλτάνου Μεσίτ, με την συμβολή ολόκληρης της Χριστιανικής κοινότητας" (1841). Πετροχαραγμένοι σταυροί και λεοντοκέφαλοι σαρκοφάγοι έχουν χρησιμοποιηθεί στους εξωτερικούς τοίχους της εκκλησίας, και υπάρχουν επίσης μορφικές υδροροές (gargoyles). Στο εσωτερικό υπάρχουν τρεις περίοδοι τοιχογράφησης: από την πρώτη φάση (Βυζαντινή) η μόνη ταυτοποιήσιμη νωπογραφία (στον άνω νότιο τοίχο) αφορά μάλλον την Γέννηση της Θεοτόκου, από την δεύτερη φάση (πρώτο μισό του 19ου αιώνα ή νωρίτερα) επιζούν άγγελοι, προφήτες και άγιοι στο Ιερό, ενώ από την τρίτη φάση (Νοέμβριος 1880) διασώζεται ο θόλος με τον Χριστό Παντοκράτορα (και μικρότερες νωπογραφίες γύρω του) και επίσης ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σε μία κολόνα στα Νοτιοανατολικά. Οι αρχικές εικόνες βρίσκονται σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές και μουσεία, ενώ αυτές που τις αντικαθιστούν σήμερα είναι δωρεά της Άννας και της Ευλαμπίας Μωυσόγλου, το ίδιο και το αντίγραφο του Παραπετάσματος της Ωραίας Πύλης (το πρωτότυπο του οποίου βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη). Ακριβώς πάνω από την Ωραία Πύλη διασώζεται, σε δύο τμήματα στο περίτεχνο ξύλινο τέμπλο, επιγραφή του 19ου αιώνα μνημονεύουσα τον Σάββα Ταλάσογλου και άλλους δωρητές ... "εν χώρα των δικαίων". Αναλόγως μνημονεύονται, σε επιγραφή του 1816 στο πλάι της μαρμάρινης Αγίας Τράπεζας, οι δωρητές Αναστάσιος, Δημήτριος και Πρόδρομος, γιοι του Ηλία Sakalkazi. Ο Επιτάφιος του 1901 έχει μεταφερθεί από το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ικονίου στο Μουσείο Αγίας Ελένης, όπου επίσης μεταφέρθηκε ύστερα από δωρεά του Asaf Ali Kucukkavas ένα μίνι πιάνο που του παρέδωσε ο παππούς του Mehmet Sudi Oglakci, με την εντολή να το παραδώσει στους Έλληνες ιδιοκτήτες του αν ποτέ επιστρέψουν. Η κρήνη στα νότια της εκκλησίας που φωτογράφισε η Γερτρούδη Μπελ τον Μάιο του 1905, καθώς και μία μικρότερη στα νότια της εκκλησίας που διασώζεται στο αρχείο του H. Ozonder, δεν υπάρχουν πλέον. Έχουν βρεθεί τμήματα επιγραφής από άλλη (μάλλον) κρήνη, αφιερωμένης στην δωρήτρια οικογένεια Χονταλίδη, που χρησιμοποιήθηκαν στο πάτωμα του νάρθηκα. Υπάρχουν ταφικές περιοχές βόρεια, νότια, και δυτικά της εκκλησίας. Ανάμεσα στις ταφικές διακοσμήσεις ξεχωρίζει ένας έφιππος άγγελος με ακόντιο. Μία ταφική επιγραφή: ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ Η ΔΟΥΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΧΑΤΖΗ ΣΕΚΕΡΑ ΓΥΝΗ ΧΑΤΖΗ ΙΩΑΚΕΙΜ ΚΕΛΠΑΙΡΑΜΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΥΣΥΓΟΣ ΠΑΙΡΑΜ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΩΝ ...... ΕΝ ΕΤΕΙ 1822 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 8 1826 ΜΑΡΤΙΟΥ 10]

Κεφάλαιο 12: Νωπογραφίες και λατρεία των εικόνων στην Αγία Ελένη, μία Καραμανλίδικη εκκλησία στην Σύλλη Ικονίου (Vera Geelmuyden Bulgulru & Annie Geelmuyden Pertan), σελ. 222 - 241

["Η Παράβασις του Αδάμ και της Εύας" (δωρεά Αντωνίου Σακάλογλου) και "Η Εξορία του Αδάμ και της Εύας", η Οσία Μαρία η Αιγυπτία μαζί με τον Όσιο Ζωσιμά, και η Πρωτομάρτυς Θέκλα (γεννημένη στο Ικόνιο) στην Δυτική Αψίδα. Το "Παντοτινό Μάτι του Θεού" (δωρεά ... Μαριγόνογλου), ο Ααρών, ο Ησαΐας και άλλοι προφήτες στην Ανατολική Αψίδα. Διάφοροι άλλοι προφήτες στην Βόρεια και Νότια Αψίδα, όλοι σε βαθυκύανο υπόβαθρο. Οι προφήτες Μωυσής, Δανιήλ, Δαυίδ, και Σολομών στον θόλο του Χριστού Παντοκράτορα, αντίστοιχα αφιερωμένοι (4 Νοεμβρίου 1880) από τους Χαριτίνη Τζινόγλου, Αλέξιο Τζινόγλου, Ελισάβετ Ουζούνογλου, και Θέκλα Ε(λ)ιάλογλου. Στις παράπλευρες έδρες της δεκαγωνικής κορυφής του Επιταφίου του 1901 εμφανίζονται ο Προφήτης Ησαΐας και 9 από τους 12 Αποστόλους (Ιούδας ο Θαδδαίος, Σίμων ο Κανανίτης, Φίλιππος της Βηθσαϊδά, Θωμάς ο Δίδυμος, Ιάκωβος του Ζεβεδαίου, Βαρθολομαίος, Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, Πέτρος ο Πρωτοκορυφαίος, Ιάκωβος του Αλφαίου).]

Κεφάλαιο 13: Η Σύλλη στο ιστορικό πλαίσιο και οι αρχαιολογικές εργασίες στην Σύλλη (Yusuf Benli & Hasan Oguz), σελ. 242 - 263

[Ήδη από το 1966 η διεύθυνση του Αρχαιολογικού Μουσείου του Ικονίου προειδοποιούσε για τον κίνδυνο κατάρρευσης της εκκλησίας, και κάποιες εργασίες συντήρησης ολοκληρώθηκαν το 1973. Το 1997 διαπιστώθηκε ότι, λόγω των πλημμυρών του ποταμού της Σύλλης, είχε παραχωθεί και καταστραφεί το χαμηλότερο τμήμα των δύο νοτιοανατολικών θυρών, και έγιναν οι απαραίτητες εργασίες αποκατάστασης. Εργασίες καθαρισμού, τόσο στην Αγία Ελένη όσο και στον παρακείμενο λαξευτό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, άρχισαν το 2006 και συνεχίστηκαν, λόγω έλλειψης πόρων, το 2011. Οι ανασκαφές στον περίβολο της εκκλησίας έφεραν στο φως τα θεμέλια του καμπαναριού (διαστάσεων 3,8 x 3,6 μέτρων), δημόσιες τουαλέτες, και τα ερείπια ενός κτηρίου που φαίνεται να ήταν Ελληνικό σχολείο αρχικά αλλά εργαστήριο αγγειοπλαστικής μετέπειτα. Βρέθηκαν επίσης περισσότεροι από πενήντα τάφοι, δεκαπέντε από τους οποίους λαξευτοί. Οι νεκροί είναι θαμμένοι με το κεφάλι στην Δύση και με τα πόδια στην Ανατολή, με το αριστερό χέρι στο στήθος και με το δεξιό χέρι παράλληλα προς το σώμα, ενώ στο αριστερό χέρι των γυναικών υπήρχε δαντέλα. Άλλα ευρήματα περιλαμβάνουν νομίσματα, δακτυλίδια, λάμπες λαδιού, πίπες, και ένα γαλάζιο περιδέραιο.]

Κεφάλαιο 14: Αρχιτεκτονική αποκατάσταση του Μουσείου της Αγίας Ελένης (Abdullah Yildirim), σελ. 264 - 283

[Το έργο της αποκατάστασης ανατέθηκε στην εταιρεία Siran Muh, Ltd του Ικονίου στις 9-10-2009. Διαδοχικές επιστρώσεις πηλού ύψους 50 - 60 εκατοστών στην οροφή που πίεζαν τα ξύλινα τμήματα της και είχαν συντελέσει στην δημιουργία ρωγμών και υγρασιών απομακρύνθηκαν, το ίδιο και προσχώσεις μέσου ύψους 1,90 μέτρων στον περίγυρο, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες ανασκαφές. Οι ρωγμές στο εσωτερικό του ναού έκλεισαν με ενέσεις ειδικού υλικού (malta plaster), και η οροφή προστατεύτηκε εσωτερικά με θερμοκόλληση ειδικής μεμβράνης και άλλων υλικών, και εξωτερικά με πηλό. Διάφορα μικρά οικήματα στα βορειοανατολικά της εκκλησίας κατεδαφίστηκαν, και προστέθηκαν υποδομές κατάλληλες για την υποδοχή τουριστών.]   

Κεφάλαιο 15: Αποκατάσταση νωπογραφιών στην εκκλησία της Αγίας Ελένης στην Σύλλη Ικονίου (Celal Kucuk), σελ. 284 - 325

[Η απομάκρυνση ξύλινων πλακών ως το ύψος των παραθύρων έφερε στο φως νωπογραφίες από την πρώτη (Βυζαντινή) φάση τοιχογράφησης. Στο Ιερό, που έχει υποστεί και τις περισσότερες φθορές, απομακρύνθηκαν οι νωπογραφίες της τρίτης φάσης (1880) ώστε να αποκαλυφθούν νωπογραφίες της δεύτερης φάσης (πρώτο μισό 19ου αιώνα ή νωρίτερα): γίνεται φανερό από τις ασυνέχειες αυτών των νωπογραφιών ότι τα παράθυρα του Ιερού ανοίχθηκαν κατά την τρίτη φάση τοιχογράφησης. Η χρήση της Συλλαίικης πέτρας συνέβαλε στην δημιουργία αλατώσεων και υγρασιών και στην φθορά των νωπογραφιών. Κατά την αποκατάσταση αποφεύχθηκαν οι προσθήκες υδροχρώματος σε ευαίσθητα τμήματα όπως χέρια και πρόσωπα, και γενικότερα ακολουθήθηκε η τεχνική trateggio.] 

Κεφάλαιο 16: Αποκατάσταση ξυλοτεχνημάτων στο μουσείο της Αγίας Ελένης στην Σύλλη Ικονίου (Mine Kucuk), σελ. 326 - 335 

[Το τέμπλο, ο άμβωνας και ο θρόνος του δεσπότη, φτιαγμένα όλα στο ίδιο εργαστήριο, δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ειδικά για το τέμπλο χρειάστηκαν ξύλινες προσθήκες και στερεώσεις στην πίσω πλευρά, ώστε να μην γέρνει. Κατεστραμμένες τρισδιάστατες ξυλόγλυπτες επιφάνειες αντικαταστάθηκαν από δισδιάστατη ζωγραφική.] 


[A laudable effort to reconstruct all aspects of life in Sille prior to the Exchange of Populations, departing from the renovation work at the Hagia Eleni Museum (Archangelos Michail Church), the only surviving Christian/Byzantine monument of Sille. This remarkable effort resulted into the publication, in December 2013 and under the auspices of the Selcuclu Municipality and the guidance of editor Ilker Mete Mimiroglu, of a 345-page profusely illustrated tome titled SILLE HAGIA ELENI MUSEUM. Leaving a more detailed review to the experts, we aim here at an 'impressionistic' look at this impressive work, citing some interesting details from each one of the 16 chapters, the titles and authors of which are also available here.]

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

13η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου (Θεσσαλονίκη)

Η Νέλλη Μελίδου-Κεφαλά θα παρουσιάσει το βιβλίο της "Πρόσφυγες από τη Σίλλη Ικονίου -- η προσαρμογή ενός  πληθυσμού εμπόρων στην Ελλάδα" στην 13η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου: Σάββατο 14 Μαΐου, 11 πμ, αίθουσα "ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ", Περίπτερο 13 (της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης). Η παρουσίαση θα γίνει στα πλαίσια της θεματικής ενότητας "Πρόσφυγες, Τότε και Σήμερα".

[Nelli Melidou-Kefala will present her book "Refugees from Sille (of/near Konya) -- the adaptation of a community of merchants in Greece" at the 13th International Book Fair of Thessaloniki: Saturday May 14, 11 am, Room "REFUGEES", Pavillion 13 (Thessaloniki International Fair). The presentation will be part of  the thematic exhibition "Refugees, Then and Today".]

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Παραμυθένιες Αλήθειες (ΕΜΣ 23-3-2016)


Σας καλωσορίζω στην παρουσίαση του βιβλίου της Νέλλης Μελίδου-Κεφαλά, στο εξής Νέλλης, για την αγαπημένη μας Σύλλη. Μαζί με το προ δεκαετίας βιβλίο του προέδρου μας, Τάκη Σαλκιτζόγλου, οι "Πρόσφυγες από τη Σίλλη Ικονίου" σηματοδοτούν την έναρξη μιας νέας αναζήτησης της Σύλλης, από την αποστασιοποιημένη γενιά θα έλεγα: όπως συχνά συμβαίνει, η πρώτη, και πολλές φορές και η δεύτερη, γενιά μεταναστών δεν έχει μάτια και αυτιά για την παλιά πατρίδα, αλλά μόνο για την καινούργια ... και είναι οι επόμενοι, κάποιοι από τους επόμενους, που έχουν την άνεση και την ηρεμία να ατενίσουν ψύχραιμα προς τα πίσω, να ξεθάψουν κειμήλια και μαρτυρίες, να ανασυνθέσουν αυτό που λιγότερο ή περισσότερο τους σφράγισε.

Το βιβλίο της Νέλλης βασίζεται σε ανεκτίμητης αξίας μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις Συλλαίων πριν από 30+ χρόνια: οι σημαντικότεροι από τους Συλλαίους εκείνους, η πρώτη γενιά όπως τους αποκαλεί η Νέλλη, οι γεννημένοι δηλαδή ως το 1914, δεν βρίσκονται πια ανάμεσα μας ... και έχουν βέβαια εκλείψει και πολλοί από την δεύτερη γενιά, οι γεννημένοι δηλαδή ως το 1933. Οι συνεντεύξεις αυτές, έξυπνα καθοδηγούμενες και ερμηνευόμενες από την Νέλλη, αποτέλεσαν τον κορμό της ανέκδοτης μεταπτυχιακής εργασίας της του 1987 που έγινε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού σεμιναρίου Λαογραφίας της καθηγήτριας Άλκης Κυριακίδου-Νέστορος, στην οποία επίσης είμαστε ευγνώμονες. Ευγνώμονες είμαστε βεβαίως και στους Αδερφούς Κυριακίδη, που έκαναν την ανέκδοτη μελέτη βιβλίο πριν από μισό χρόνο. Και ευτυχείς για το ταξίδι της Ένωσης Συλλαίων στην Σύλλη τον Αύγουστο του 2010, που, όπως η ίδια η Νέλλη γράφει στον πρόλογο, την παρακίνησε να προχωρήσει τελικά σε έκδοση της μελέτης. Ο ετεροχρονισμός της έκδοσης είχε και μια μεγάλη παράπλευρη ωφέλεια: το συνοδευτικό δισκάκι ... όπου οι περισσότεροι Συλλαίοι θα ακούσουν, πολύ καθαρά, την αφήγηση κάποιου συγγενή ή φίλου ή συγγενή φίλου ... που θα μπορούν βέβαια να ακούσουν ακόμη και οι απόγονοι τους!

Σας διαβάζω ένα απόσπασμα που μου αρέσει ιδιαίτερα ... από Συλλαία τρίτης γενιάς:

Από τα τόσα σπίτια που μού'χει περιγράψει, του μπαμπά της, το δικό της, της μάνας της, της αδελφής της, μου'χει μείνει το πιο έντονο από όλα η αυλή του δικού της σπιτιού με τις πλάκες που σαπούνιζαν, λέει, κάθε μέρα. Τώρα ποιος τις σαπούνιζε θα σε γελάσω και δεν το θέλω. Πάντως κάθε μέρα, λέει, οι πλάκες της αυλής σαπουνιζότανε. Και ανάμεσα, λέω, γιαγιά, ήταν με χορταράκια; Ναι, λέει, ναι, έβγαιναν χόρτα ανάμεσα αλλά εκείνα τα κόβαμε, Θυμάμαι έναν πολύ περιποιημένο κήπο κι από μια πολύ παλιά φωτογραφία του παππού, δύο μέρες πριν φύγει για την ομηρία και ταλαιπωρημένος μπροστά σε μια σκάλα, έχω τη σκάλα μπροστά μου, την έχω δει τέλος πάντων, με ξύλινα κάγκελα, πέτρινη σκάλα, όχι μαρμάρινη, με πέτρες, με λουλούδια από δω κι από κει απ' τη σκάλα, ένα μικρό χαγιάτι, όχι τούρκικο στυλ, πιο πολύ μπορώ να πω ότι αυτό έμοιαζε με μακεδονίτικο, κάπως έτσι, μπαλκόνι δηλαδή χαμηλό, πέντε σκαλιά πάνω από το έδαφος, γύρω στα δύο μέτρα φάρδος γύρω-γύρω, λουλούδια από κάτω που να ανεβαίνουν μέχρι τα κάγκελα και μια αυλή πάρα πολύ μεγάλη, μ' αυτές τις σαπουνισμένες πλάκες. Και μου δημιουργούσε την εικόνα και "καλά έλεγα και το χειμώνα΄" "Και το χειμώνα, μου 'λεγε, κατεβαίναμε και σαπουνίζαμε τις πέτρες για να'ναι πάντα άσπρες." Τώρα αφορούσε το δικό της σπίτι αυτό το σαπούνισμα, αφορούσε της μάνας της, δεν ξέρω. Αυτό μου έχει μείνει πολύ έντονα "και καλά, έλεγα, όταν είχε κρύο πως τα σαπουνίζατε δεν έβγαινε ατμός;" "Έβγαινε, μου 'λεγε, και έκανε όλο συννεφάκια-συννεφάκια όταν σαπουνίζαμε". Αυτό μου έχει μείνει πιο έντονο.

Το απόσπασμα αυτό δείχνει την αγωνία αλλά και την μέθη της κατάδυσης στο παρελθόν: όσα και να ακούσουμε ή διαβάσουμε για την Σύλλη και για τα σπίτια των προγόνων μας, την ζωή τους ΕΚΕΙ δεν μπορούμε να την νοιώσουμε στο πετσί μας, και γι αυτόν τον λόγο πασχίζουμε να φανταστούμε πως ακριβώς ήταν... Το απόσπασμα δείχνει επίσης, έμμεσα, την θέση της γυναίκας: η μεγάλη, μέγιστη θα έλεγα, καθαριότητα, συμβάδιζε με μέγιστη υποταγή στην οικογένεια, στον σύζυγο, στην οικογένεια του συζύγου... Συμβάδιζε επίσης αυτή η καθαριότητα με την πολυπλοκότητα και ομορφιά της γυναικείας φορεσιάς (για την οποία μας μίλησε διεξοδικά η Νέλλη το 2013) και γενικότερα με την μεγάλη δεξιότητα στο κέντημα ή στην ταπητουργία: αυτή η δεξιότητα έσωσε πολλές Συλλαίες στην Ελλάδα, ιδίως αυτές που έφτασαν εδώ χωρίς τον σύζυγο ή αδελφό ή πατέρα. Και πράγματι, ακόμη και στο απόσπασμα που διάβασα, υπάρχει η σκιά του άνδρα, αλλά και του θανάτου: ο παππούς στην σκάλα που αναφέρει η αφηγήτρια δεν γύρισε ποτέ από την εξορία. Όλα αυτά τεκμηριώνονται στο βιβλίο της Νέλλης: και η ευτυχισμένη ζωή στο σπίτι της Σύλλης και τα της θανατηφόρου εξορίας (αλλά και μετάβασης στην Ελλάδα), στα οποία αφιερώνεται ειδικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο (Η Τομή, 1920-1924). Αντίστροφα, παρατηρούμε ότι ζωντανή παραμένει η ανάμνηση της Σύλλης κυρίως σε αυτούς που είχαν την ευκαιρία, όπως η αφηγήτρια, να γαλουχηθούν στην παιδική τους ηλικία με τα 'παραμύθια' μιας Συλλαίας γιαγιάς -- ας θυμηθούμε εδώ και ένα απόφθεγμα από το "Μεγάλο μας Τσίρκο": "όσα χωράνε στην αλήθεια δεν τα βαστάν τα παραμύθια". 

Παραμύθια βεβαίως μπορούσαν να ακούγονται καμιά φορά και από άνδρες, όπως δείχνει η παρακάτω αφήγηση μιας άλλης Συλλαίας τρίτης γενιάς, στην οποία επιπλέον αναδεικνύονται με γλαφυρό τρόπο ο εκδηλωτικός και φιλόξενος χαρακτήρας των Συλλαίων και γενικότερα των Καραμανλήδων:

Απ' όσους Σμυρνιούς και Πολίτες γνώρισα, η συμπεριφορά των Ελλήνων των παραλίων της Μ. Ασίας ήταν πολύ διαφορετική από των Ελλήνων της ενδοχώρας, να πούμε των Καραμανλήδων (...) Οι Καραμανλήδες είναι συνήθως διαχυτικοί, ανοιχτοί, εύκολοι στις σχέσεις τους, δεν έχουν εκείνη την ελιτίστικη συγκρατημένη συμπεριφορά, έχουν μια γενναιοδωρία. Δηλαδή να πας στο σπίτι τους και να μη σε ταΐσουν; Το "τε" εκείνο της γιαγιάς δεν θα το ξεχάσω. "Τε, τε" ή το "μπούερουμ". Καταλάβαινες ότι και φτωχός ευχαριστιόταν να σε φιλεύει. Κι ο φτωχός που θα στερούνταν. Το αισθανόταν. Γνήσιος ήταν όταν έλεγε "φάε". Όχι "φάε και άμα δεν φας, καλό θα μας κάνεις" αλλά αισθανόταν προσβεβλημένος άμα δεν έτρωγες το φαΐ του. Ναι, υπάρχει μια πολύ πιο έντονη διαχυτικότητα, ανοιχτόκαρδη συμπεριφορά, πώς να στο πω. Θέλουν μια μικρή αφορμή για να ανοιχτούν. Εύκολοι στο κλάμα, στις φωνές, στην υπερβολική εκδηλωτικότητα, στην υπερβολή στις εκδηλώσεις γενικά. Κάποια υπερβολή στις εκδηλώσεις τους γενικά. Κλάμα, γέλιο, εύκολο (...) Εκείνη την τάση να μεταχειρίζονται πολύ συχνά γνωμικά. Γνωμικά που δεν είναι τόσο συνηθισμένα εδώ στους ντόπιους, ιστορίες του Ναστρεντίν, γνωμικά και ιστορίες ανατολίτικες που ο πατέρας μου συχνά, μα πάρα πολύ συχνά ανέφερε (...)

Στην συνέχεια της αφήγησης προκύπτει πως οι Συλλαίοι άνοιγαν το στόμα τους όχι μόνο για να πουν παραμύθια, αλλά και ... για να φάνε, να φάνε βαριά και πολύ! Συγκλονιστική έως και ξεκαρδιστική είναι η αντίθεση ανάμεσα στους πολυκρεατοφάγους Συλλαίους και στους εξ ανάγκης λιτοδίαιτους νησιώτες: στο βιβλίο περιγράφονται δύο περιστατικά -- από Κέρκυρα και Κεφαλονιά -- όπου πάει ο Συλλαίος να αγοράσει 'λίγο' κρέας και τον ρωτάει ο κρεοπώλης αν έχει ταβέρνα! Και βέβαια κάτι τέτοια περιστατικά αναδεικνύουν και ένα κάποιο αίσθημα ανωτερότητας των Συλλαίων έναντι των εντόπιων Ελλήνων, που βοήθησε στην επιτυχή ένταξη τους στην Ελληνική κοινωνία, και που η Νέλλη τεκμηριώνει πολύ καλά μέσα από πολλές αφηγήσεις: αυτοί ήταν πιο πολύ έμποροι, φιλόδοξοι και ευέλικτοι, ενώ οι ντόπιοι κάπως κοιμισμένοι και με δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία συνήθως. (Αλλά και δημόσιοι υπάλληλοι έγιναν οι Συλλαίοι, συνεχίζοντας την σιδηροδρομική παράδοση από την Τουρκία, παράδοση που είχαν αναπτύξει με αφορμή την εγγύτητα στο Ικόνιο και την ακαταλληλότητα των εντόπιων Τούρκων, "των Τούρκων ΤΟΥΣ" όπως, στοργικά μάλλον, τους θυμούνταν.) 

Επειδή βρισκόμαστε στην Σαρακοστή και ανέφερα κρέατα παραπάνω ... ας αναφέρουμε και κάτι νηστίσιμο ... μέσα από τα λόγια μιας Συλλαίας δεύτερης γενιάς:

Όταν το '33 ήρθαμε (από την Αθήνα), το '34 πήγαμε στο συνοικισμό Ικονίου [Θεσσαλονίκη] και καθόμασταν στην οδό Απολλωνιάδος. Εκεί ήταν όλοι οι πατριώτες, ο Χρυσάνθου, ο Μυλωνάς, ο Χαράλαμπος ο Μπατζόγλου, ο Αγάπιος ο Βαλαβάνης. Αυτοί κάνανε σειρά τα Σάββατα και γιορτές. Συγκεντρώνονταν κάθε φορά σε διαφορετικό σπίτι και παίζανε χαρτιά -σκαμπίλι παίζανε- όλοι άντρες και γυναίκες. Φυσικά δεν παίζανε σε λεφτά, λέγανε ποιος θα χάσει, θα κάνει χαλβά. Τα σιλλελήδικα τα λέγανε για αστειότητες. Δε νομίζω ότι ξέχασε κανένας τίποτα, ακόμα και μετά από χρόνια όταν βλεπόντουσαν και μετά τον πόλεμο που πλέον είχαμε αλλάξει κατοικίες, ο καθένας, είχαμε, εξακολουθούσαμε να έχουμε επαφές και επισκέψεις τυπικές. Ε, ο πόλεμος δημιούργησε πολλές απουσίες και κάπως αποξενώθηκαν. Αλλά οι επισκέψεις οι τυπικές συνεχίζονταν για αρκετά χρόνια. Τώρα λείπουν όλοι αυτοί πλέον...

Πέρα από την αγάπη για τον χαλβά και την ανάγκη να ζουν με συμπατριώτες, το απόσπασμα αυτό αγγίζει και ένα άλλο ευαίσθητο θέμα, αυτό της Ελληνοφωνίας των Συλλαίων, που ίσως δεν το τονίζουμε όσο πρέπει. Αλλά γιατί δεν το τονίζουμε; Πολύ απλά, γιατί η Σιλλιώτικη διάλεκτος φαινόταν κατώτερη, ακόμη και 'αστεία', σε σχέση με την κοινή Νεοελληνική δημοτική -- κατώτερη και στους Έλληνες δασκάλους που δίδαξαν στην Σύλλη, όπως τεκμηριώνεται στο βιβλίο. Αλλά και πολλά άλλα πολιτιστικά στοιχεία φαίνονταν κατώτερα, τόσο που πολλοί από εμάς χάσαμε την ευκαιρία για περισσότερες πληροφορίες όσο οι μεγαλύτεροι ήταν ακόμη κοντά μας... (Υπάρχουν ακόμη εν ζωή ομιλητές της διαλέκτου, και η Ένωση Συλλαίων θα προσπαθήσει να κάνει κάτι γι αυτήν ... όπως και για την γειτονιά όπου τόσο πολύ ακούγονταν τα Σιλλελίδικα πριν από οκτώ δεκαετίες! Με την ευκαιρία, όσοι από εσάς δεν βρίσκεστε σε επαφή με την Ένωση και ενδιαφέρεστε για τις δραστηριότητες της, παρακαλώ ελάτε να με βρείτε μετά το πέρας της αποψινής εκδήλωσης.)

[I welcome you to the presentation of Nellie Melidou-Kefala's, from here on Nellie's, book about our beloved Sille. Together with our president Takis Salkitzoglou's book, published ten years ago, "Refugees from Sille of/near Konya" mark the beginning of a new search for Sille, by the detached generation I would say: as it often happens, the first, and often the second, immigrant generation has no eyes and ears for the old homeland, but only for the new one ... and they are the next folks, some of them anyway, who have the comfort and the calm to coolly gaze backwards, to unbury heirlooms and testimonies, to recompose what has to a greater or lesser extent stamped them.

Nellie's book is based on invaluable interviews by Silleans recorded 30+ years ago: the most important of those Silleans, the first generation as Nellie calls them, that is those born up to 1914, are no longer with us ... and likewise gone are many from the second generation, those born up to 1933. These interviews, cleverly guided and interpreted by Nellie, formed the core of her unpublished grauate thesis of 1987, written in the context of the graduate Folk Studies seminar led by Professor Alki Kyriakidoy-Nestoros, to whom we are likewise indebted. Indebted we are of course to Kyriakidis Brothers as well, who turned the unpublished thesis into a book half a year ago. And happy we are for the Sillean Union's journey to Sille in August 2010, which, as Nellie herself writes in the introduction, motivated her to finally proceed into publishing the thesis. This delay of publication came with a great side benefit: the accompanying CD ... where the majority of Silleans will hear, very clearly, the narrative of a relative or friend or relative of a friend ... that will certainly be accessible even to their descendants! 

I am reading to you a passage I particularly like ... from a third generation Sillean woman:

Among so many houses she has described, her father's, her own, her mother's, her sister's, what has stayed with me most vividly is the backyard of her house with the tiles they used to soap, she says, daily. Now who used to soap them I cannot tell you for sure. Anyhow, the tiles, she says, were soaped daily. And between them, grandma, I said, used to be some grass? Yes, she says, grass sprouted in between but we would cut it. I recall a garden very well taken care of, through a very old photo of grandpa, two days before leaving for Exile and worn out in front of a staircase, I see the staircase right in front of me, I have seen it anyway, with wooden handrail, stone staircase, not of marble, with stones, with flowers on both sides of the staircase, a small porch, not of Turkish style, I can say it looked more like Macedonian, like that, a low balcony in other words, five steps above the ground, about two meters wide all around, flowers underneath climbing up to the handrail and a backyard really large, with all these soaped tiles. And it was creating an image, and "why, even in the winter?" "in the winter, too, she used to say, we would come down and soap the stones in order to be always white". Now did this soaping have to do with her own house or her mother's, that I do not know. What has stayed with me very vividly "alright, I used to say, when it was cold how did you soap them, wasn't there some steam?" "Yes, it would spew out, she used to say, and it kept making little clouds all over when we soaped". This has stayed most vividly with me.    

This passage exposes the agony, as well as the intoxication, of diving into the past: no matter how much we hear or read about Sille and our ancestors, their life THERE we cannot quite feel under our skin, and for this reason we struggle to imagine how exactly it was... The passage also exposes, indirectly, the situation of women: this great, maximum I would say, tidiness went hand in hand with maximum submission to the family, the husband, the husband's family... It also went hand in hand with the complexity and beauty of the female traditional dress (about which Nellie lectured to us in great detail in 2013) and, more generally, with the great dexterity in embroidery and tapestry: this dexterity saved many Sillean women in Greece, especially those that arrived here without their husband or brother or father. Indeed, even in the passage I just read, there exists the shadow of man, and of death as well: the grandpa at the staircase mentioned by the narrator never returned from exile. All this is documented in Nellie's book, both the happy life in the Sille house and the deadly exile (as well as the journey to Greece), to which a separate and exceedingly interesting chapter is devoted (The Cut, 1920-1924). Conversely, we notice that the memory of Sille remains alive primarily with those that had the chance, as the narrator, to be nurtured with the 'tales' of a Sillean grandmother -- let us recall here a dictum from "Our Grand Circus": "what fits into truth tales cannot sustain". 

Tales could of course be heard sometimes from men, too, as demonstrated by the following narration of another third generation Sillean woman, which in addition showcases vividly the extroverted and hospitable character of Silleans and, more generally, Karamanlides:

Judging from all the Smyrniots and Constantinopolitans I have known, the behavior of the Greeks from the coast of Asia Minor was very different from that of the Greeks of the heartland, the Karamanlides let's say (...) Karamanlides are usually effusive, open, easy to be friends with, they do not exhibit that elitist reserved behavior, they show some generosity. In other words, to go to their home and not be treated? That "te" of grandma I shall not forget. "Te, te", or "bür'um" . You felt that even the poor man delighted in treating you. Even the poor man who was going to make a sacrifice. He felt it. He was genuine when he said "eat". Not "eat, and should you not, you will do us a favor" but he felt insulted if you did not eat his food. Yes, there is a much more intense effusiveness, open heart behavior, how do I tell you. They need just a small excuse to open up. Quick to cry, to yell, to excessive extroversion, to be overly extroverted in general. A certain hyperbole in their manifestations in general. Crying, laughing, easy (...) That tendancy to use proverbs very often. Proverbs not that common here among the locals, Nastredin stories, oriental proverbs and stories that my father often, all too often, mentioned (...)     

From the rest of the narration it follows that Silleans opened their mouth not only to tell tales, but also ... to eat, to eat heavily and excessively! Stunning as well as hilarious is the contrast between the multi-meat-eating Silleans and the frugal-by-necessity islanders: the book cites two incidents -- one from Kerkyra, one from Kefalonia -- where the Sillean goes to buy 'a bit' of meat and the butcher asks him if he owns a tavern! And such incidents certainly showcase a certain feeling of superiority of Silleans toward the local Greeks, which contributed to their successful assimilation into Greek society, and which Nellie documents very well through many narrations: they were more commerce-minded, ambitious and flexible, whereas the locals were somewhat sleepy and of a state employee mentality usually. (But Silleans turned into state employees, too, continuing the railroad tradition from Turkey, a tradition they had developed on account of proximity to Konya and unsuitability of local Turks, "THEIR Turks", as they rather fondly remembered them.)

Since we are in the middle of Lent and I mentioned meat above ... let us also mention some fasting food ... through the words of a second generation Sillean woman:

When we arrived in 1933 (from Athens), in 1934 we moved to the Ikonio district [Thessaloniki] and settled in Apolloniados street. There were all fellow Silleans: Chrysanthou, Mylonas, Charalambos Batzoglou, Agapios Valavanis. They took turns for Saturdays and feasts. They gathered each time in a different house and they played cards -- they played scabili -- all together, men and women. Of course they did not play for money, they just said whoever loses makes halva. Sillean was spoken jocularly. I do not think anyone has forgotten anything, even years afterward when they would see each other, even after the war by when we had moved to other houses, we all continued to be in touch and visit each other. Well, the war created many absences and folks drifted away somewhat. But formal visits went on for several years. Now all these people are gone...  

Besides a love for halva and a need to live close to compatriots, this passage also touches upon another sensitive issue, that of the Silleans' Greek tongue, which perhaps we do not stress as much as we should. But, why do we not stress it? Very simply, because Sillean dialect appeared to be inferior, even 'funny', in comparison to modern Greek demotic koine -- inferior also appeared to the Greek teachers who taught in Sille, as is documented in the book. But many other cultural elements also appeared to be inferior, so much so that many of us missed the opportunity for more information while the elders were still among us... (There are still speakers of the dialect alive, and the Sillean Union will try to do something about it ... as well as for the neighborhood where so much Sillean was heard eight decades ago! By the way, any of you not in contact with the Sillean Union but interested in its activities, please come find me after the end of tonight's event.)]


Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

"Πρόσφυγες από τη Σίλλη Ικονίου" -- Θεσσαλονίκη


Διαβάστε επίσης σχόλια για το βιβλίο στην Μικρασιατική Ηχώ (Τ. Σαλκιτζόγλου) και εδώ (Γ. Μπαλόγλου).

[Nelli Melidou-Kefala's book "Refugees from Sille (of/near Konya): the adaptation of a community of merchants in Greece" will be presented at the Hall of the Society for Macedonian Studies (Ethnikis Amynis 4, Thessaloniki) on Wednesday, March 23, 2016, 7 pm]

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Χίλιες και Μία Εκκλησίες, 13 [14] Μαΐου 1905

Μεταφράζω εδώ μία επιστολή της φημισμένης περιηγήτριας (και όχι μόνον) Γερτρούδης Μπελ (Gertrude Bell), γνωστής τελευταία και ως "Βασίλισσας της Ερήμου", προς τον πατέρα της, Hugh Bell: η επιστολή -- γραμμένη στις 14 και όχι 13 Μαΐου του 1905 (όπως αποκαλύπτει το ίδιο της το περιεχόμενο) -- έχει μεγάλη ιστορική αξία, όχι μόνο επειδή αναφέρει την Σύλλη μας στην δεύτερη παράγραφο, αλλά και επειδή περιγράφει την πρώτη επίσκεψη της συγγραφέως στις Χίλιες και Μία Εκκλησίες (Binbirklisse) ... που ήταν και ο προάγγελος της συνεργασίας της με τον διάσημο αρχαιολόγο και θεολόγο William Mitchell Ramsay (συγγραφέα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, του "Impressions from Turkey") και του περίφημου βιβλίου τους "The Thousand and One Churches" ... που είναι μια πολύτιμη μαρτυρία για τον Χριστιανισμό της Λυκαονίας. (Την περιοχή αυτή προγραμματίζαμε να επισκεφθούμε κατά την περυσινή ματαιωθείσα εκδρομή της Ένωσης Συλλαίων, και αυτό είναι ένας ακόμη λόγος που αναρτώ εδώ ολόκληρη την επιστολή της Μπελ.)  

Η επιστολή που θα διαβάσετε παρακάτω μεταφρασμένη προέρχεται από το Αρχείο Γερτρούδης Μπελ (Gertrude Bell Archive) στο Πανεπιστήμιο του Νιουκάστλ (Newcastle University). Από το ίδιο Αρχείο προέρχεται και τμήμα της ημερολογιακής εγγραφής της Κυριακής 7ης Μαΐου 1905 (Κυριακή του Θωμά), που περιλαμβάνει την επίσκεψη στην Σύλλη και στον Άγιο Χαρίτωνα: το τμήμα αυτό παρεμβάλλεται μεταφρασμένο και εντός αγκίστρων στην μετάφραση της επιστολής, ανάμεσα στην δεύτερη και στην τρίτη παράγραφο της. Στο ίδιο Αρχείο, και σε φωτογραφίες της Μπελ, παραπέμπουν και κάποιοι σύνδεσμοι.

Πολυαγαπημένε μου Πατέρα,

Αν είχες διαβάσει -- και ποιος ξέρει, ίσως να έχεις! -- τα πιο πρόσφατα βιβλία των Γερμανών αρχαιολόγων θα είχες κατενθουσιαστεί γνωρίζοντας που βρίσκομαι. Μόνο πες του Αμβρόσιου και δες την ανατριχίλα του. Αλλά πρέπει ν' αρχίσω από την αρχή και να σου πω για το Ικόνιο. Έμεινα 4 μέρες -- και επιστρέφω με το τέλος αυτής της μικρής περιήγησης -- και πέρασα υπέροχα.

Κατ' αρχήν ο Γερμανός Πρόξενος (ονομαζόμενος Λόυτβεντ) είναι εξαιρετικά ευφυής και η μικρόσωμη σύζυγος του πολύ ευχάριστη. Την επαύριο της άφιξης μου με πήγε να δω ένα Ελληνικό χωριό [Σύλλη] στους λόφους μία περίπου ώρα έξω από το Ικόνιο, όπου υπάρχει μία εκκλησία [Αρχάγγελος Μιχαήλ] που νόμισε ότι μπορεί να μ' ενδιαφέρει. Ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, σύμφωνα με την παράδοση κτισμένη από την Αγία Ελένη, και, κρίνοντας από την αρχιτεκτονική της, θα έλεγα ότι η παράδοση αυτή ευσταθεί. Υπήρχε και μία πετροκομμένη εκκλησία [Κυριακόν] εξίσου παλαιά, αν όχι παλαιότερη, αλλά καθώς ήταν Κυριακή [7 Μαΐου] και ο κόσμος προσεύχονταν δεν μπορούσα να τις χαρτογραφήσω, οπότε επέστρεψα την [μεθ]επόμενη μέρα [9 Μαΐου] και με απασχόλησαν όλο το πρωί. Ήταν ένα χωριό ταπητουργίας, και ύστερα από τον περίπατο μας ο Λόυτβεντ και εγώ πήγαμε για γλυκό του κουταλιού και νερό σε μια θαυμάσια Ελληνική οικογένεια, και εξετάσαμε τα χαλιά τους στους αργαλειούς και μας σέρβιραν πανέμορφες Ελληνίδες. Την επόμενη μέρα [10 Μαΐου] που ξαναπήγα ο ηλικιωμένος παπάς μού είπε για μια δεύτερη εκκλησία [Άγιος Ευστάθιος] σε ένα ακόμη Ελληνικό χωριό [Μεράμ] και ξόδεψα άλλο ένα πρωινό χαρτογραφώντας την, μια και ήταν εξίσου ενδιαφέρουσα με την πρώτη. Θα έλεγα ότι αυτά τα χωριά είναι Χριστιανικά από την εποχή του Αποστόλου Παύλου και ο Ελληνικός πληθυσμός τους σίγουρα κατάγεται από Ελληνικές προχριστιανικές κοινότητες. Όταν αναλογιστείς τι κατακλυσμούς πέρασαν άνθρωποι και θρησκεία χωρίς να αφανιστούν, από πόσα χέρια πέρασαν και πόσες ανομίες βίωσαν, θα παραδεχθείς ότι η ύπαρξη τους είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη.

{Οδηγήσαμε [7 Μαΐου] στο Μοναστήρι όπου υπάρχουν πολλές σπηλιές ασκητών και ένα παλιό μοναστήρι [Άγιος Χαρίτων] κομμένο μέσα στον μαλακό βράχο με ένα μεγάλο παρεκκλήσι, όχι πολύ παλιό -- 13ος αιώνας; Επίσης στην Σύλλη, ένα πολύ ενδιαφέρον μέρος με παλαιούς Έλληνες και μουσουλμάνους. Υπάρχει μία εκκλησία [Αρχάγγελος Μιχαήλ] για την οποία λέγεται ότι κτίστηκε από την Αγία Ελένη και ένα πολύ ωραίο πετροκομμένο παρεκκλήσι [Κυριακόν], της ίδιας εποχής θα έλεγα. Φτιάχνονται χαλιά από τους Έλληνες. Κερδίζουν μιάμισυ με δύο πιάστρες την ημέρα, για 10 ώρες δουλειάς. Πήγαμε για γλυκό του κουταλιού και νερό σε μια υπέροχη Ελληνική οικογένεια και μας σέρβιρε μία εξαιρετικά όμορφη κοπέλα με κόκκινο φόρεμα και κίτρινο μαντήλι. Είδαμε τα χαλιά, μερικά από τα οποία ήταν θαυμάσια, πολύ καλή δουλειά. Στέλνονται στην Κων/πολη. Ένας ή δύο κεφαλαιούχοι κατευθύνουν την εργασία και εφοδιάζουν τον κόσμο με υλικά και μοτίβα. Φαίνεται πως όλοι εργάζονται στα σπίτια τους.}

Πέραν όλων αυτών, πέρασα πολλές ώρες φωτογραφίζοντας και θαυμάζοντας στο Ικόνιο. Έχει 4 ή 5 τεμένη που είναι, με τον τρόπο τους, όμορφα όσο οποιοδήποτε αρχιτεκτόνημα. Οι θόλοι και οι κόγχες είναι μια αποθέωση ανεκτίμητων πλακιδίων, τα παράθυρα και οι πύλες ένα θαύμα λεπτομερούς γλυπτικής. Είναι όλα υπό ερείπωση -- είναι ήδη ερείπια -- μια και η Οθωμανική κυβέρνηση αδιαφορεί για τις Οθωμανικές παραδόσεις εξίσου με τις Ελληνικές, Ρωμαϊκές, ή Χριστιανικές. Αμερόληπτα αδιάφορη για όλα εξίσου. Βρήκα όμως μορφωμένους ανθρώπους στα τεμένη και στα διδασκαλεία που μίλησαν μαζί μου στα Αραβικά σε βάρδιες και πέρασα όμορφες ώρες ανάμεσα σ¨αυτά τα ωραία φαντάσματα του ένδοξου Ισλάμ. Ο καλύτερος φίλος μου είναι ένας χορευτής δερβίσης. Στο Ικόνιο βρίσκεται η μητρόπολη των Δερβίσηδων, και ο ιδρυτής του τάγματος, ο μέγας Πέρσης Τζελαλεντίν Ρουμί, είναι θαμμένος εδώ. Η επίσκεψη μου στον τάφο του ήταν ένα πραγματικό προσκύνημα, καθώς γνωρίζω κάποια από τα ποιήματα του και υπάρχουν πράγματα σ¨αυτά που δεν πρόκειται να ξεπεραστούν. Κείται κάτω από έναν θόλο με μπλε πλακόστρωση, πιο μπλε από τον ουρανό ή την θάλασσα, και διακοσμημένο εσωτερικά με πλούσιο και θλιμμένο Περσικό σμάλτο και βερνίκι, και εκατέρωθεν του βρίσκονται σειρές και σειρές οι τάφοι των τσελεμπήδων, των Δερβίσηδων αρχιερέων και άμεσων απογόνων του -- όλοι οι τσελεμπήδες που έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα, και πάνω από τον καθένα βρίσκεται το ψηλό καπέλο του τάγματος με ένα τουρμπάνι τυλιγμένο γύρω του. Πέραν του τάφου βρίσκονται δύο κτίρια χορού με αστραφτερά πατώματα και το όλο σύμπλεγμα είναι περιτριγυρισμένο από έναν ήσυχο κήπο, συντριβάνια και λουλούδια, με τα κελιά των μοναχών του τάγματος γύρω γύρω. Τοιούτως κείται, ο Τζελαλεντίν Ρουμί, και ο νους μου γέμισε τον ήσυχο αέρα με την μουσική των στίχων του: "Άκουσε το καλάμι καθώς λέει την ιστορία του: Άκουσε, άκου, τον καημό του καλαμιού -- 'Με άρπαξαν από τις καλαμιές της γης μου, η νοσταλγία με λύπηση γεμίζει την φωνή μου, λυπημένη και χαμηλή'." (Αλλά Περσική είναι η ίδια η φλογέρα, η θρηνούσα φλογέρα του καλαμιού, που του δίνει φωνή, και τίποτα δεν πλημμυρίζει τόσο την ψυχή.) 

Έτρωγα με τους Λόϋτβεντ κάθε βράδυ ή μεσημέρι, και αυτός ο μικρόσωμος άνδρας, ευφυής καθώς είναι, προσκαλούσε καθημερινά ομάδες επιλεγμένων πασάδων να με συναντήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν κάποιες εξόχως ενδιαφέρουσες συνομιλίες, καθώς τα καλύτερα μυαλά της Τουρκίας είναι εξόριστα, και στην εξορία τα λένε έξω από τα δόντια. Δεν θα γράψω, αλλά κάποια μέρα θα σου πω, κάποιες παράξενες ιστορίες. Έχω πλέον έναν τεράστιο κύκλο γνωριμιών στο Ικόνιο και πέρασα το τελευταίο μου απόγευμα εκεί αραγμένη στην Οθωμανική Τράπεζα (που είναι ένα είδος κοινωνικού κέντρου για όλο το Ικόνιο) και δεχόμενη όλη την πόλη. Ήταν σχεδόν σαν την Δαμασκό από την αρχή! Ένα άλλος λόγος ευχαρίστησης είναι ότι το ξενοδοχείο είναι αρκετά εξαιρετικό, στην τιμή μου το καλύτερο στην Ασία!, υπό την διεύθυνση ενός υπέροχου ζευγαριού Γάλλων που έκαναν τα πάντα για μένα. Επίσης έφθασαν τα ρούχα μου από την Σμύρνη. Αν είχες σκληραγωγηθεί για 4 μήνες με 2 μπαούλα θα καταλάβαινες τι εννοώ. Όλα τα πράγματα είναι σχετικά, και όταν ένα βράδυ έβαλα ένα φόρεμα με αρχική προέλευση το Παρίσι αισθάνθηκα σχεδόν υπερβολικά κομψή. Έστειλα τα άλογα μου 3 σταθμούς παρακάτω και την επόμενη μέρα πήρα το τραίνο και η ίδια μαζί με τον εξοπλισμό κατασκήνωσης και τροφή και τον Φατού. Ενωθήκαμε με τα άλογα ένα καυτό πρωινό, φορτώσαμε όλο μας το φορτίο σ' ένα νοικιασμένο ζωντανό και αναχωρήσαμε δια μέσου της πεδιάδας προς το Binbirklisse. Το όνομα σημαίνει "Χίλιες και Μία Εκκλησίες" και οι μελετητές προσπάθησαν να το ταυτοποιήσουν με την κλασσική Barata, αλλά αφού ακόμη και οι μελετητές δεν ξέρουν τίποτα για την Barata πέρα από το όνομα, δεν νομίζω να έχει και μεγάλη σημασία η ορθότητα ή μη της ταυτοποίησης. Κείται στους πρόποδες του Καραντάγ, ενός μεγάλου απομονωμένου βουνού που υψώνεται απότομα πάνω από την πεδιάδα, και ότι κι αν ήταν στους κλασικούς χρόνους, θα πρέπει να ήταν μία πολύ σημαντική πρώιμη Χριστιανική πόλη καθώς είναι γεμάτη εκκλησίες που ανάγονται, σύμφωνα με τον Strzygowski, σε προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου εποχές. Υπάρχει μία κάτω πόλη στους πρόποδες των λόφων και μία  άνω πόλη περίπου μια ώρα απόσταση στην βουνοπλαγιά, και ο Φατού μαζί με τον χωροφύλακα μου ευτυχώς αποφάσισαν να πάμε πρώτα στην άνω πόλη. Την ερωτεύθηκα με το πρώτο και είναι πράγματι μαγευτική, ένας όγκος όμορφων ερειπίων συγκεντρωμένων σε μια μικρή βραχώδη κορυφή ψηλά στους λόφους -- με την Μικρά Ασία στα πόδια της.

Φτάσαμε [11 Μαΐου] μεσημέρι και εγκαταστάθηκα σε μία ερειπωμένη εκκλησία για φαγητό και τότε είχα την φαεινή ιδέα να έχω το στρατηγείο μου πάνω στους λόφους και όχι στο Maden Sheher που είναι το πραγματικό Binbirklisse κάτω στην πεδιάδα. Δεν είχα αντίσκηνα μαζί μου και έπρεπε να διαπιστώσω αν υπήρχε κάποιος χώρος κατάλληλος για ύπνο. Το χωριό αποτελείται από 15 περίπου οικογένειες Γιουρούκων που έφτιαξαν τα χαμόσπιτα τους πάνω στα ερείπια, αλλά είναι Τουρκική συνήθεια κάθε χωριό, όσο μικρό και να είναι, να έχει ένα δωμάτιο-ξενώνα για τους ταξιδιώτες, οπότε πήγαμε να δούμε. Ναι, βεβαίως, είπε ο Σεΐχης του χωριού, υπήρχε ένας "οντάς" στο ίδιο του το σπίτι, και ήμουν άκρως καλοδεχούμενη εκεί. Μόλις το είδα ήξερα ότι τα καλύτερα μου όνειρα είχαν γίνει πραγματικότητα. Ήταν ένα μικρό άδειο δωμάτιο φτιαγμένο από πηλό, με το όνομα του Θεού σκαλισμένο στους τοίχους, και στο κατώφλι είχε μια εξέδρα με θέα προς την μεγάλη πεδιάδα και τις πλαγιές του Καραντάγ. Σήκωσα τα σκεπάσματα και τα καλύμματα, τακτοποίησα τα έπιπλα μου και αποδείχθηκε ιδανικό. Το επιπλέον πλεονέκτημα ήταν ότι, ενώ η κάτω πόλη είναι πλήρως χαρτογραφημένη, η άνω πόλη δεν είχε χαρτογραφηθεί, και είχα την ευχαρίστηση να το κάνω εγώ η ίδια. Την πρώτη μέρα [12 Μαΐου] ίππευσα κάτω στο Maden Sheher και πέρασα την μέρα εκεί, φωτογραφίζοντας και μαθαίνοντας από το βιβλίο του Strzygowski ποια ήταν η φύση της εκεί αρχιτεκτονικής. Οι εκκλησίες ήταν άκρως ενδιαφέρουσες, αλλά ο τόπος απαίσιος, ανυπόφορα ζεστός και με κακό νερό, οπότε ήταν μια πραγματική απόλαυση η επιστροφή στο βουνό και στην όμορφη πηγή μου το βράδυ. Δούλεψα σκληρά δυό μέρες -- είναι ήδη 14 του μήνα παρεμπιπτόντως -- και ήταν αρκετά μαγευτικό. Ήταν εδώ μία καστρόπολη εκκλησιών και μοναστηριών. Υπάρχουν 2 μεγάλες και πολύ σημαντικές ομάδες μοναστηριακών κτηρίων, με άκρως ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, και τις έχω φωτογραφίσει και σχεδιάσει και τις δύο. Υπάρχουν επιπλέον 10 εκκλησίες, μεγάλες και μικρές, μόνο μία από τις οποίες είναι δημοσιευμένη, και διάφοροι τύποι τάφων και κατοικιών που έχω επιμελώς σημειώσει. Ήταν άκρως συναρπαστικό να δουλέψω μέσα σε ολόκληρη πόλη και να βρω τα ίδια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά επανεμφανιζόμενα παντού ή ελαφρά τροποποιημένα κατά την πρωτοτυπία του κατασκευαστή. Ο τόπος είναι πολύ μικρός, η πιο μεγάλη εκκλησία δεν έχει ούτε 25 μέτρα μήκος και η μικρότερη είναι ένα μικρό παρεκκλήσι 9 μέτρων, αλλά είναι όλες ενδιαφέρουσες όσον αφορά το σχέδιο και την ρύθμιση, και η δουλειά είναι πάντα αρκετά καλή.  

Και ήταν πολύ διασκεδαστικό να είμαι για 4 μέρες μία Τουρκάλα χωρική. Με ευχαριστεί πολύ, όταν έρχομαι για τσάι, να βρίσκω τον φίλο και οικοδεσπότη μου, τον σεΐχη, να λέει τις απογευματινές του προσευχές πάνω σ' ένα κιλίμι έξω από την πόρτα του (κάνει λάθος στον προσανατολισμό του: προσεύχεται κοιτώντας δυτικά, που δεν είναι δυνατόν να είναι η κατεύθυνση της Μέκκας, αλλά τολμώ να πω ότι είναι το ίδιο), και τις γυναίκες να υφαίνουν τραχύ ύφασμα στην σκιά κάποιου τοίχου, και τους άνδρες να οδηγούν τα ξύλινα αλέτρια τους μέσα από τις πέτρες που είναι η καλλιεργήσιμη γη του χωριού. Όλοι τους με έχουν βεβαίως αποδεχθεί, εκτός από τους σκύλους που ακόμη γαβγίζουν μανιασμένα απ' όπου περάσω. (Ζώα είναι.) Και έπειτα το σπίτι μου είναι τόσο όμορφο με τους πήλινους τοίχους και το όνομα του Θεού γραμμένο πάνω τους: Αλλάχ, Αλλάχ. Και οι υπηρέτες μου είναι τόσο γοητευτικοί. Έχω έναν ημιονηγό (έναν απ' αυτούς που έφερα από τα Άδανα) που μου είναι βαθιά υπόχρεος επειδή τον γλύτωσα από μία πολύ δύσκολη κατάσταση στην οποία τον έμπλεξε ο κακόβουλος κύριος του και επικεφαλής ημιονηγός μου. Ο χωροφύλακας μου είναι η πιο κωμική μορφή που βγήκε ποτέ από τον Τουρκικό στρατό. Έχει ταξιδέψει με Ευρωπαίους στο παρελθόν και έχει μάθει όλες τις λεπτότητες του πολιτισμού μας. Μου απευθύνει τον λόγο ως Δεσποινίδα Χανούμισσα, γυαλίζει τις μπότες του δυο φορές κάθε μέρα, χτενίζει το μουστάκι του το ίδιο συχνά (μια και είναι και λίγο δανδής), και περνάει την ώρα του, όσο εγώ παιδεύομαι με κάποιο ζόρικο κομμάτι τοίχου ετοιμαζόμενη να το μετρήσω, καπνίζοντας τσιγάρα και σκοτώνοντας φίδια. Και τέλος ο Φατού, καλά να είναι!, ο καλύτερος υπηρέτης που είχα ποτέ, έτοιμος να μου μαγειρέψει ή να φορτώσει το μουλάρι ή να ξεθάψει μια επιγραφή με την ίδια σβελτάδα -- το φαγητό είναι αυτό που κάνει λιγότερο καλά -- και να μου πει αμέτρητες ιστορίες καθώς ιππεύουμε, μια και άρχισε την ζωή του ως ημιονηγός στην ηλικία των δέκα και γνωρίζει κάθε σπιθαμή εδάφους από το Χαλέπι μέχρι το Βαν και την Βαγδάτη. 

Σήμερα το πρωί ανέβηκα στο Καραντάγ -- έφιππη! Είναι ένα τεράστιο ηφαίστειο ο κρατήρας του οποίου έχει διάμετρο μισό μίλι περίπου, ένα δακτύλιο βραχωδών κορυφών γύρω από το χείλος του και την μεγάλη πεδιάδα να υπερεκτείνεται σε χιονισμένες οροσειρές στο βάθος. Υπήρχαν ακόμη λωρίδες χιονιού στο Καραντάγ με κρόκους στις άκρες τους, και υπήρχαν λευκόια στους θάμνους βελανιδιάς στις υψηλότερες πλαγιές, και μια ολόκληρη πλαγιά λόφου με κόκκινες τουλίπες χαμηλότερα, και η πιο όμορφη πασχαλιά στον κόσμο, ένα φωτεινό βαθύ κίτρινο με καφέ κηλίδες. Βλέπεις λοιπόν ότι ήταν ένα πολύ όμορφο τέλος για τις περιηγήσεις μου το Binbirklisse. Λυπάμαι που θα πρέπει να κατέβω αύριο, αλλά η δουλειά μου έχει τελειώσει και έχουμε ξοδέψει όλη μας την τροφή. Σήμερα καταφέραμε να αγοράσουμε μια κότα από τον σεΐχη -- υπάρχουν μόνον 4 σε ολόκληρο το χωριό και σκέφτηκα ότι θα ήταν μάλλον λαίμαργο εκ μέρους μου να φάω μία από αυτές, αλλά ορθώς είπε ο Φατού ότι θα τους απέμεναν 3 και αυτές τους φτάνουν. Η κότα το είδε αλλιώς. Κατέφυγε σε κάθε ερειπωμένη εκκλησία με την σειρά και εντοπίστηκε τελικά σ' έναν τάφο όπου ο Φατού την πυροβόλησε με το όπλο μου! Το αποτέλεσμα ήταν να είναι μέσα στο μπαρούτι -- σχεδόν σαν να έτρωγα φασιανό. Έκανε πολύ ζέστη, και καθώς δούλευα συνεχώς όλη μέρα, από τις 7 το πρωί ως τις 6 το βράδυ, κατάλαβα τι σημαίνει ήλιος^ αλλά υπήρχε πάντα λίγος άνεμος στην βουνοκορφή μου και οι νύχτες είναι ψυχρές. Οι καμήλες επιστρέφουν -- θα πρέπει να είναι η ώρα του φαγητού.